Χριστιανισμός-Παγανισμός = 1-0

Σε κάποιο φόρουμ μία γνωστή μου (την οποία εδώ θα αποκαλώ «Ειρήνη») η οποία ασπάστηκε την αρχαία Ελληνική θρησκεία, προσπάθησε (χωρίς επιτυχία) να κατηγορήσει τον Χριστιανισμό ως αιτία καταστροφής του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Βεβαίως η Ειρήνη ξέχασε (ηθελημένα ή μη) να αναφέρει ότι ο αρχαίος Ελληνικός κόσμος είχε περιπέσει σε μια πολιτισμική και θρησκευτική παρακμή, πολύ πριν την έλευση του Χριστιανισμού. Ισχυρίστηκε επίσης ότι Βυζαντινοί αυτοκράτορες με διατάγματα τους διέταξαν το κλείσιμο παγανιστικών ναών και υποχρέωσαν παγανιστές να ασπαστούν τον Χριστιανισμό με τη βία.

Ασφαλώς η εφαρμογή βίας δεν αρμόζει στον Χριστιανισμό και κάθε προσπάθεια επιβολής του Χριστιανισμού (αλλά και οποιασδήποτε θρησκείας) με τη βία είναι καταδικασμένη και καταδικάζεται από κάθε σώφρονα άνθρωπο. Επίσης το κλείσιμο κάθε ναού καταδικάζεται εκτός και αν στα λατρευτικά αυτά κέντρα πραγματοποιούνται πράξεις που σήμερα θα λέγονταν «αξιόποινες». Ξέχασε η Ειρήνη να αναφέρει ότι υπήρχαν παγανιστικοί ναοί όπου πραγματοποιούνταν σεξουαλικά όργια (και ακόμα και ανθρωποθυσίες) και οι οποίοι ναοί ήταν πολύ φυσικό να διαταχτεί να κλείσουν αλλά ξέχασε επίσης ότι υπήρχαν και πολλοί άλλοι ναοί που δεν έκλεισαν ποτέ.

Έτσι πήρα αφορμή να γράψω για αυτό το θέμα. Θα παραθέσω πρώτα ορισμένα από τα επιχειρήματα (τεκμηριωμένα) τα οποία παρέθεσε η Ειρήνη με πλάγια γράμματα και στη συνέχεια θα απαντήσω παραθέτοντας κάποια κείμενα με λόγους τους οποίους εκφώνησε ο θεολόγος Λάμπρος Σκόντζος σε κάποιο συνέδριο.

 

«Διατάσουμε, όλα τα ιερά και οι ναοί (των Ελλήνων) όσα βρίσκονται ακόμα άθικτα, να καταστραφούν με διαταγή των τοπικών αρχών και να εξαγνιστούν με την ύψωση του σημείου της χριστιανικής θρησκείας… αν με επαρκείς αποδείξεις ενώπιον ικανού δικαστή, εμφανιστεί κάποιος που έχει παραβλέψει αυτό τον νόμο, θα τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου»
Αυτοκράτορες: Θεοδόσιος και Βαλεντινιανός προς Ισίδορον Έπαρχο Πραιτωρίου.14/ Νοέμβριου 435
 

«Να κλείσουν όλοι οι ναοί σε όλες τις πόλεις και σε όλους τους τόπους της οικουμένης… Αν κάποιος με οποιαδήποτε δύναμη παραβεί (αυτό τον νόμο) θα τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό»
ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1.10. Δεκέμ. 354 μ.Χ.

«Τέτοιου είδους πράξεις (οτιδήποτε μη χριστιανικό χαρακτηριζόταν ειδωλολατρία) αν εξακολουθούν να συμβαίνουν (ή καταγγελθεί ότι συμβαίνουν!) ακόμα και σε κάποιο λιβάδι ή σπίτι, το λιβάδι ή το σπίτι αυτό θα προσαρτηθεί στο ταμείο των ιερότατων ανδρών (δηλαδή των αρχιερέων) ενώ ο ιδιοκτήτης τους που έδωσε την συγκατάθεσή του να μιανθεί ο τόπος, θα αποπεμφθεί από το (οποιοδήποτε) αξίωμά του, θα χάσει την περιούσια του και αφού υποστεί σωματικό βασανισμό με μεταλλικά όργανα θα οδηγηθεί σε διαρκή εξορία»
ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1.10.8 Αυτοκρ.: Λέων και Ανθέμιος προς Διόσκωρον Έπαρχο του Πραιτωρίου. Παρεδόθη το 472; μ.Χ.

 

 

 

 

ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ;

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητού.

Εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες αναβίωσε στο δύσμοιρο τόπο μας μια νέα μορφή αντιχριστιανικής πολεμικής δίνης. Ακούει στο όνομα «αρχαιολατρεία» και έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα παλαιοτέρων αντιχριστιανικών πρακτικών. Το σύγχρονο «αρχαιολατρικό» κίνημα συνεχίζει με την ίδια ή και σφοδρότερη ορμή τον πόλεμο κατά της Εκκλησίας του Χριστού, όπως έκανε στο παρελθόν, χωρίς αποτέλεσμα, ο αθεϊστικός ορθολογισμός, ο μαρξισμός, ο μηδενισμός και γενικά η υλιστική ιδεολογία.

Έχει αποδειχθεί περίτρανα, πως η «αρχαιολατρεία» είναι γέννημα αυτών των παταγωδώς χρεοκοπημένων ιδεολογιών. Μέσα από τα ερείπιά τους ξεπήδησε ένας περίεργος έρωτας για το απώτερο παρελθόν και ιδιαίτερα για τα θρησκευτικά μορφώματα της προχριστιανικής αρχαιότητας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι οι ιθύνοντες των περισσοτέρων αρχαιολατρικών ομάδων ανήκαν στο παρελθόν είτε στη μαρξιστική ιδεολογία, είτε σε αναρχικές και περιθωριακές ομάδες, είτε στην υλιστική και μηδενιστική αστική διανόηση. Το πώς βεβαίως πρώην άθεοι μαρξιστές ή αστοί μηδενιστές έγιναν ξαφνικά φανατικοί θρησκευόμενοι, λάτρεις της αρχαίας θρησκείας, είναι ένα ερώτημα το οποίο χρήζει ιδιαίτερης επιστημονικής έρευνας!

Κύριος στόχος τους (ίσως και μοναδικός) είναι να πλήξουν το Χριστιανισμό. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται οι ίδιες μέθοδοι και οι πηγές πολεμικής, που χρησιμοποιούνταν εδώ και αιώνες. Θεωρίες, οι οποίες έχουν καταρριφθεί πανηγυρικά ως ψευδείς και ανυπόστατες, πλασάρονται ως «νέα συνταρακτικά ντοκουμέντα, τα οποία θα γκρεμίσουν το χριστιανικό οικοδόμημα»! Διαστρεβλώνουν την ιστορία και κακοποιούν βάναυσα την ιστορική πραγματικότητα προκειμένου να διευκολύνουν το πολεμικό τους έργο κατά της Εκκλησίας.

Ξεφυλλίζοντας τα πάμπολλα περιοδικά και περιδιαβαίνοντας τις δαιδαλώδεις ιστοσελίδες του χώρου της ελληνικής και ξένης «αρχαιολατρείας», διαπιστώνουμε ένα απίστευτο μίσος κατά της Χριστιανικής Εκκλησίας. Συναντούμε μια πρωτόγνωρη προσπάθεια να σπιλωθεί το θείο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που συχνά φθάνει σε ακρότητες χυδαίων ύβρεων. Βλέπουμε με έκπληξη μια πρωτοφανή παραχάραξη πληθώρας ιστορικών γεγονότων, για να «αποδειχθεί» ο Χριστιανισμός ως «η κύρια πηγή της κακοδαιμονίας του κόσμου», ως «το προαιώνιο άχθος της ανθρωπότητας», ως «η ισχυρή τροχοπέδη της προόδου και της επιστήμης», ως «σκοταδιστική και αντιδραστική συντεχνία των παπάδων» και άλλα απίστευτα! Βιώνουμε, ως χριστιανοί ένα, άνευ προηγουμένου, κλίμα απειλών και τρομοκρατίας, το οποίο εκτείνεται και ως αυτή την φυσική μας εξόντωση!

Εκεί που εστιάζουν περισσότερο τις εσκεμμένες ιστορικές στρεβλώσεις τους είναι η ανυπόστατη και αντιεπιστημονική άποψη ότι δήθεν ο Χριστιανισμός επιβλήθηκε δια της βίας στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, προκαλώντας «ανείπωτες σφαγές, δηώσεις και καταστροφές» κατά των «αυτόχθονων» εθνικών θρησκειών. Ειδικά οι Έλληνες «αρχαιολάτρες» προσάπτουν στην Εκκλησία τη χιλιοειπωμένη κατηγορία ότι δήθεν αυτή «κατέσφαξε τους Έλληνες και κατέστρεψε τον ελληνικό πολιτισμό». Έχουν ως αρχή και προσφιλή μέθοδο να απομονώνουν ορισμένα ελάχιστα ιστορικά γεγονότα και αποσπάσματα από συγκεκριμένους απολογητικούς λόγους των Πατέρων της Εκκλησίας κατά των θρησκευτικών και μόνο πρακτικών του εθνισμού και να τα γενικεύουν. Αποσπούν επίσης ορισμένα στοιχεία από τις νομοθεσίες των αυτοκρατόρων στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, τα οποία έθεταν κάποιους περιορισμούς στα ασύδοτα εθνικά ιερατεία και στα σκοταδιστικά θρησκευτικά κέντρα, όπως ήταν τα μαντεία, προκειμένου να στηρίξουν τις κατηγορίες τους.

Διαπρεπείς επιστήμονες έδωσαν πειστικές και επιστημονικές απαντήσεις σε αυτές τις κακόβουλες και ανυπόστατες κατηγορίες. Σοβαροί ιστορικοί, αρχαιολόγοι και ερευνητές Έλληνες και ξένοι, χωρίς να διάκεινται πολλές φορές ευμενώς προς την Εκκλησία, απέδειξαν τις σκόπιμες παραποιήσεις των «αρχαιολατρών». Όμως δυστυχώς πολύς κόσμος, που δεν μπορεί αντικειμενικά να έχει πρόσβαση σε αυτές τις απαντήσεις, πέφτει θύμα της παραπληροφόρησης. Το μεγάλο ατύχημα είναι ότι παρασύρονται και παράγοντες της παιδείας, οι οποίοι μεταφέρουν στις σχολικές αίθουσες αυτές τις ανυπόστατες και κακόβουλες θεωρίες. Μαθητές εκκολάπτονται έτσι ως μελλοντικοί αρνητές και πολέμιοι της Εκκλησίας! Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να καταδείξει για μια ακόμα φορά το μεγάλο πρόβλημα των σύγχρονων καιρών. Να δώσει ένα ελάχιστο δείγμα αποδείξεων στους αστήρικτους ισχυρισμούς των αρχαιολατρικών παραδοξολογιών, μέσα στα περιορισμένα πλαίσια μιας μικρής πραγματείας.

Κατ’ αρχήν θέλουμε να διακηρύξουμε με έμφαση ότι την αποκλειστικότητα της αγάπης για τη διαχρονική Ελλάδα δεν τη χαρίζουμε σε κανέναν, πολλώ δε μάλλον στον κάθε αυτόκλητο «αρχαιολάτρη» και «ελληναρά». Δε θα ανεχθούμε ποτέ αμφισβήτηση του πατριωτισμού μας. Την αιώνια Ελλάδα μας την αγαπούμε, τουλάχιστον, όσο και εκείνοι.

Έχει αποδειχθεί πως το νεοφανές «αρχαιολατρικό» κίνημα είναι εισαγόμενο. Πρωτοεμφανίστηκε στην Αμερική τη δεκαετία του 1960, σε κύκλους περιθωριακών, οι οποίοι θέλοντας να διαμαρτυρηθούν κατά του θρησκευτικού πουριτανισμού, αναβίωσαν θρησκευτικές πίστεις και τελετουργίες αρχαίων νεκρών θρησκειών. Η «μόδα» αυτή πέρασε στη Δυτική Ευρώπη και εξαπλώθηκε στη συνέχεια σε όλο τον κόσμο. Επίσης αποδείχτηκε περίτρανα πως το παγκόσμιο (και το ελληνικό) «αρχαιολατρικό» κίνημα έχει όλα τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά του περιβόητου κινήματος της «Νέας Εποχής», της οποίας προωθεί τις ιδεολογικές θέσεις και διευκολύνει τις πρακτικές της επιδιώξεις.

Η επιστήμη της ανθρωπολογίας και της ψυχολογίας, όπως και η επιστήμη της ιστορίας, μας βεβαιώνει πως καμιά θρησκευτική πίστη ή ιδεολογία δεν εξαφανίστηκε ποτέ με τη βία. Αντίθετα, θρησκευτικές πίστεις ή άλλες ιδεολογίες που υπέστησαν διωγμούς και παντοειδείς περιορισμούς, ανδρώθηκαν και αναπτύχθηκαν περισσότερο και βγήκαν τελικά ωφελημένες από τις διώξεις! Τρανταχτό πρόσφατο παράδειγμα ο απηνής διωγμός της Εκκλησίας στα πρώην κομμουνιστικά κράτη. Καταργήθηκαν οι θρησκείες δι’ αυστηρότατων νόμων, όμως η θρησκευτική πίστη δεν έσβησε, μάλλον αναζωπυρώθηκε! Ο ισχυρισμός λοιπόν των «αρχαιολατρών» ότι δήθεν ο Χριστιανισμός έσβησε τον εθνισμό με τη βία δεν έχει την παραμικρή επιστημονική και ιστορική τεκμηρίωση. Η παρακμή θρησκευτικών πίστεων και ιδεολογιών οφείλεται αποκλειστικά σε δικές τους εσωτερικές αδυναμίες.

Οι αρχαίες θρησκείες και εν προκειμένω η αρχαιοελληνική θρησκεία είχε καταρρεύσει πολύ πριν εμφανιστεί ο Χριστιανισμός. Η κατάρρευση είχε αρχίσει στα κλασικά χρόνια, από τη δράση των σοφιστών, των άλλων φιλοσόφων και των επιστημόνων και είχε σβήσει στα ρωμαϊκά χρόνια. Δεν υπήρχαν πια οπαδοί της παραδοσιακής πίστεως, διότι είχε υποκατασταθεί από τα ανατολικά μυστηριακά θρησκεύματα, που είχαν εισβάλει δυναμικά σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και τον απίστευτο θρησκευτικό αμοραλισμό, ο οποίος είχε εδραιωθεί στις ψυχές των ανθρώπων. Τα έργα των ιστορικών των χρόνων εκείνων βεβαιώνουν περίτρανα το γεγονός αυτό, όπως αυτά του Πλουτάρχου, του Παυσανία, του Στράβωνα, του Πολύβιου κ.α. στα οποία διαπιστώνεται τέλεια εγκατάλειψη και σε αυτά ακόμη τα διάσημα «ιερά», όπως το δελφικό. Ο Στράβων τον 2ο μ.Χ. αιώνα αναφέρει χαρακτηριστικά για τους Δελφούς: «σήμερον και αυτός ο ναός των Δελφών έχει παραμεληθεί» (Στραβ. 9,15)

Ο Χριστιανισμός συνάντησε πρωτοφανή θρησκευτική, πνευματική και γενικότερη κατάπτωση στον αρχαίο κόσμο. Απατώνται οικτρά όσοι φαντάζονται την Ελλάδα του 3ου και 4ου μ. Χ. αιώνα να μοιάζει με την κλασική του 5ου π.Χ. αιώνα. Γι’ αυτό έγινε ενθουσιωδώς δεκτή η χριστιανική πίστη παρά τους φοβερούς διωγμούς διακοσίων πενήντα χρόνων. Ο κόσμος βρήκε αυτό που ζητούσε και δε μπορούσε να του δώσει η προχριστιανική αρχαιότητα.

Οι χριστιανοί δεν είχαν λόγο να γκρεμίσουν εγκαταλειμμένους και ερειπωμένους ναούς. Το έργο της κατεδάφισης είχε αναλάβει η παντελής έλλειψη θρησκευτών και κατά συνέπεια η εγκατάλειψη. Αναφέρουμε ως τρανταχτό παράδειγμα την ερήμωση του ονομαστού θρησκευτικού «ιερού» του Απόλλωνος στη Δάφνη της μεγαλουπόλεως Αντιόχειας, όπου, όταν το επισκέφτηκε ο Ιουλιανός το Μάρτιο του 363, το βρήκε ερειπωμένο. Ανάμεσα στο ένα και πλέον εκατομμύριο κατοίκων της Αντιόχειας δεν υπήρχαν ελάχιστοι εθνικοί για να λειτουργήσουν και να συντηρήσουν το ονομαστό «ιερό». Μόνο ένας άθλιος ιερέας με μια χήνα στα χέρια παραβρέθηκε στη θυσία, προς μεγάλη έκπληξη και λύπη του ανεδαφικού και αποτυχημένου αυτοκράτορα. (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλ., έκδοση Μαρτίνου, τομ. 6,στ.954)!

Υπήρχαν συγκεκριμένοι νόμοι, που απαγόρευαν την κατεδάφιση των αρχαίων «ιερών» και που προστάτευαν την αρχαία θρησκεία, όσο και αν αυτό δεν ακούγεται καλά στα αυτιά των «αρχαιολατρών». Ο Μέγας Κωνσταντίνος (324-337) έλεγε στους υπηκόους του: «Μπορείτε να μεταβαίνετε στους βωμούς και στα δημόσια ιερά σας και να τελείτε τη λατρεία σας σύμφωνα με τις συνήθειές σας» (Θεοδ. Κωδ.ΙΧ16,1 και 2)! Ο Εθνικός ιστορικός Σύμμαχος αναφέρει πως ο Κωνστάντιος (337-363) το 357 διατήρησε ευλαβικά τα προνόμια των Εστιάδων στη Ρώμη και γενικά επέτρεψε να γίνεται ακώλυτα η λατρεία των εθνικών (Επιστ.P.L.18,391)! Οι αυτοκράτορες Γρατιανός (364-379), Ουαλεντιανός (364-378) και Θεοδόσιος (379-395) όρισαν πως σε όσους ναούς εθνικών «σύχναζαν πλήθη, και που βρίσκονταν ακόμα σε δημόσια χρήση, να παραμένουν ανοικτοί» (Θεοδ. Κωδ.XVI 10,8). Οι διάδοχοι του Μ. Θεοδοσίου, Αρκάδιος (395-408) και Θεοδόσιος Β΄ (408-450), εξέδωσαν διατάγματα για την προστασία των νομοταγών εθνικών από αυθαιρεσίες κάποιων θερμόαιμων χριστιανών επάρχων «να μην τολμήσουν να απλώσουν βίαιο χέρι στους Εβραίους και τους εθνικούς» (Θεοδ. Κωδ.XVI 10,24). Ο πρώτος σε επιστολή του προς τον Ανθύπατο Αφρικής Απολλόδωρο (20 Αυγούστου 399), διέταξε: «Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει ναούς (των εθνικών), οι οποίοι είναι κενοί από παράνομα αντικείμενα, δεν θα έχει την αυτοκρατορική στήριξη» (Θεοδ.Κωδ.XVI 10,18). (Για περισσότερα δες στην ιστοσελίδα: http://www.romanity.oodegr.com/chistianity.html ).
Τους πιο πολλούς ναούς των εθνικών, που βρίσκονταν σε καλή κατάσταση τους μετέβαλαν σε χριστιανικούς ναούς και έτσι σώθηκαν από την κατάρρευση, όπως ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, το Θησείο, κ.α. Ας σκεφτούμε πως, αν ο Παρθενώνας δεν μεταβαλλόταν σε χριστιανικό ναό, δεν θα ήταν σήμερα στημένος στην ακρόπολη, να τον θαυμάζει η ανθρωπότητα, αλλά ένας σωρός από σπασμένα μάρμαρα!

Τα έργα τέχνης δεν τα κατέστρεψαν οι χριστιανοί, διότι αυτά δεν υπήρχαν πια, αφού τα είχαν αρπάξει οι ομόπιστοι των αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίοι. Το μετακομιστικό έργο των καλλιτεχνικών θησαυρών άρχισε ο Ρωμαίος σφαγέας της Ελλάδος Αιμίλιος Παύλος το 167 π.Χ. και το συνέχισαν όλοι οι κατοπινοί αυτοκράτορες. Φόρτωναν ατέλειωτα καράβια με αγάλματα και άλλα έργα τέχνης για τη Ρώμη, για να στολίσουν τις επαύλεις τους και την «αιώνια πόλη»! Άλλα είχαν καταστραφεί από δηώσεις αγρίων εμφυλίων πολέμων μεταξύ των Ελλήνων. Αναφέρω ελάχιστα παραδείγματα: Πρώτον την ολοκληρωτική καταστροφή του Δίου της Μακεδονίας από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ, υπό τον στρατηγό Σκόπα, ο οποίος «ενέπρησε τας στοάς τας περί το τέμενος και τα λοιπά διέφθειρε των αναθημάτων» (Πολυβίου, Ιστ.Δ΄,62,2-3). Το ίδιο χρόνο οι Αιτωλοί κατέστρεψαν ολοσχερώς το δωδωναίο «ιερό» υπό τον στρατηγό Δωρίμαχο (Πολυβίου, Ιστ.Δ΄,67,3). Ως αντίποινα οι Μακεδόνες υπό τον Φίλιππο Ε΄ εξαφάνισαν κυριολεκτικά το Θέρμο της Αιτωλίας, πυρπολώντας τον περίφημο ναό του Απόλλωνα και θρυμματίζοντας περισσότερα από δύο χιλιάδες αγάλματα (Πολυβίου, Ιστ.Ε΄,9). Το 201 π.Χ. ο Φίλιππος κατάστρεψε με ιδιαίτερη αγριότητα την Πέργαμο, όπου κατακρήμνισε ναούς και σύντριψε χιλιάδες αγάλματα (Πολυβίου, Ιστ.ΚΑ΄,1). Επίσης το 200 π. Χ. ο ίδιος κατάστρεψε με ιδιαίτερη μανία τα έργα τέχνης της Αττικής, «κατάστρεψε τα προγονικά ιερά που στόλιζαν και τον μικρότερο δήμο (της Αττικής), πυρπόλησε ΟΛΟΥΣ τους ναούς, ακρωτηρίασε τα αγάλματα των θεών, που κατάκεινται σήμερα ανάμεσα στις γκρεμισμένες πύλες των Αθηνών» (Λίβιος Τίτος Ρωμ.Ιστ.ΧΧΧΙ,30)! Ιδού οι πρώτοι και μεγαλύτεροι, πριν την εγκατάλειψη, καταστροφείς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού!

Tα ελάχιστα εναπομείναντα, όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο, τα προστάτεψαν οι χριστιανοί, αναγνωρίζοντας την αισθητική τους αξία. Υπάρχουν αυτοκρατορικά διατάγματα, τα οποία αποσιωπούνται και που επιτάσσουν την προστασία των διάκοσμων των εθνικών ναών. Το περίφημο άγαλμα του Ολυμπίου Διός μεταφέρθηκε από το Μ. Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη για να στολίσει τον ιππόδρομο. Επίσης τα διάσπαρτα μαρμάρινα ανάγλυφα εντοιχίζονταν στους χριστιανικούς ναούς, για καλλιέπεια. Ο αυτοκράτορας Ωνώριος (384-425) σε επιστολή του προς τον Βικάριο της Ισπανίας Μακρόβιο του 399, διέταξε: «Επιθυμούμε και να διατηρηθούν τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτηρίων (εθνικών ναών). Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν θα βασίζεται σε καμιά εξουσία» (Θεοδ.Κωδ.XVI 10,15)!

Μεμονωμένες περιπτώσεις αντεκδίκησης κάποιων χριστιανών, που είχαν δεινοπαθήσει από τους διωγμούς εθνικών, δεν αναιρούν τον κανόνα. Και αν ακόμη δεχτούμε κατεδάφιση κάποιων ναών από χριστιανούς, αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία, διότι εκείνοι τους έχτισαν ως εθνικοί, εκείνοι τους γκρέμισαν ως μετέπειτα χριστιανοί. Για τις όποιες πολιτικές επιλογές των βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά του καταρρέοντος εθνισμού δεν έχει λόγους να απολογείται η Εκκλησία. Εκείνοι εξέφραζαν τη κρατική εξουσία και δρούσαν για το συμφέρον του κράτους, όπως πίστευαν καλλίτερα. Κανένα όμως σημαίνον πρόσωπο της Εκκλησίας ευθύνεται ούτε για μία δίωξη εθνικού, πολλώ δε μάλλον για «γενοκτονίες» όπως ψευδέστατα ισχυρίζονται οι «αρχαιολάτρες». Η μοναδική περίπτωση του φόνου της φιλοσόφου (και κατηχημένης να βαπτιστεί χριστιανή) Υπατείας, τον οποίο έχουν ως «φλάμπουρο» οι «αρχαιολάτρες»,  αποδείχθηκε περίτρανα ότι ήταν καθαρά πολιτική δολοφονία,  προϊόν του αδυσώπητου αγώνα μεταξύ των πολιτικών φατριών της Αλεξάνδρειας (βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.ΚΓ΄,σελ.654).

Σχετικά με τη νομοθεσία των βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά της εθνικής θρησκείας μπορούμε να πληροφορήσουμε τον αναγνώστη μας πως αυτή ποτέ δεν εφαρμόστηκε, διότι απλούστατα δεν χρειάστηκε να εφαρμοστεί, αφού ο εθνισμός ήταν πια παρελθόν και ψήγματα αυτού είχαν περιορισθεί σε απομακρυσμένες περιοχές, με λάτρεις
αμόρφωτους χωρικούς. Αναφέραμε ήδη την μεγάλη πόλη της Αντιόχειας, όπου δε συνάντησε εθνικούς ο ονειροπαρμένος, θρησκομανής και ανεδαφικός αυτοκράτορας Ιουλιανός. Αναφέρουμε επίσης ως παράδειγμα το γεγονός πάμπολλων πόλεων της Ανατολής, τις οποίες … διέγραφε από τη δικαιοδοσία του κράτους, διότι οι κάτοικοί τους ήταν καθ’ ολοκληρίαν χριστιανοί! Ενδεικτικά παραθέτουμε τις διαγραφές των μεγαλουπόλεων Καισάρεια της Καππαδοκίας, Νισσίβεως και Εδέσσης της Μεσοποταμίας (βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Μαρτίνου, τομ.6,στ.954)!

Οι περισσότεροι νόμοι δεν είχαν στόχο τους απλούς πιστούς της αρχαίας θρησκείας, αλλά τα σκοταδιστικά κέντρα της, όπως τα διαβόητα μαντεία και ιδίως τα αισχρά «ιερά πορνεία», τα οποία εκμεταλλεύονταν άγρια τους ατυχείς εθνικούς λατρευτές και καλλιεργούσαν τη δεισιδαιμονία και την ανηθικότητα. Αναφέρουμε για παράδειγμα την κατεδάφιση του «ιερού» της Αφροδίτης στην Άφακα της Τύρου, όπου εκπορνεύονταν όχι μόνο γυναίκες, αλλά και άνδρες γύννιδες, δηλαδή κίναιδοι και όπου είχε καταστεί κέντρο διαφθοράς και ακολασίας! Απαγορεύτηκε η λειτουργία των διαβόητων μαντείων του Κλαρίου Απόλλωνα στην Κολοφώνα και του Διδυμαίου Απόλλωνος στη Μίλητο της Μ. Ασίας,  διότι οι εκεί σκοταδιστές ιερείς και ψευτομάντεις είχαν υποκινήσει το φοβερό διωγμό του Διοκλητιανού,  πείθοντας τον θρησκόληπτο αυτοκράτορα, πως οι θεοί στέλνουν ατυχίες στο κράτος εξαιτίας του …χριστιανικού μιάσματος, με αποτέλεσμα να βρει τραγικό μαρτυρικό θάνατο μέγα πλήθος χριστιανών, και να υποστούν μύριες διώξεις εκατομμύρια πιστοί.
Ας σημειωθεί εδώ πως οι πιο «αιμοσταγείς διώκτες των εθνικών» αυτοκράτορες, ως το Θεοδόσιο (379-395), είχαν τον τίτλο του «Μέγιστου Αρχιερέα» (Pontifex Maximus) της αρχαίας θρησκείας! Πως ήταν δυνατόν ο ίδιος ο ύπατος αρχιερέας της να είναι ταυτόχρονα και διώκτης της;

Κανένας δεν έχει αντίρρηση για την επιλογή των συγχρόνων μας «αρχαιολατρών» να αναβιώσουν την οποιαδήποτε μορφή της αρχαίας θρησκείας,  πολλώ δε μάλλον δεν αντιτίθεται η Εκκλησίας μας,  η οποία σέβεται απόλυτα την ελευθερία κάθε προσώπου.  Για εκείνο που λυπούμαστε και ανησυχούμε,  εκτός της άδικης πολεμικής του χυδαίου υβρεολογίου και των απειλών εναντίον μας,  είναι και ο απαράδεχτος διαχωρισμός,  που επιχειρούν,  μεταξύ «Ελλήνων»,  δηλαδή των «αρχαιολατρών» και των χριστιανών! Επιχειρούν να αποστερήσουν την υψηλή ιδιότητα του Έλληνα από όλους όσους δεν ασπαζόμαστε την αρχαία θρησκεία!  Είναι όμως πασίγνωστο πως η θρησκευτική πίστη ουδέποτε στην ιστορία αποτέλεσε μοναδικό χαρακτηριστικό εθνικής ταυτότητας, ούτε σε αυτή την αρχαία Ελλάδα, όπου απαιτούνταν και άλλα χαρακτηριστικά και όχι μόνον η κοινή θρησκεία!  Δεν είμαστε διατεθειμένοι λοιπόν να ανεχθούμε ούτε στο ελάχιστο τον επικίνδυνο, για τη συνοχή της κοινωνίας και του έθνους μας, αυτόν τον ιδιότυπο ρατσιστικό διαχωρισμό σε γνήσιους και μη γνήσιους Έλληνες. Είμαστε όλοι γνήσιοι Έλληνες, τουλάχιστον, όσο και εκείνοι, που θέλουν να καπηλευτούν την εθνική μας υπόσταση! 

Εν κατακλείδι θέλουμε να τονίσουμε ότι το νεοφανές «αρχαιολατρικό» φαινόμενο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια νέα έκδοση της προαιώνιας αντιπαλότητας του ξεπεσμένου «κόσμου» κατά της Εκκλησίας του Χριστού. Είναι η νέα μορφή έκφρασης των αντιθέων δυνάμεων «του άρχοντος του αιώνος τούτου» (Ιωάν.12,31), με στόχο την αναστολή της σώζουσας διακονίας της Εκκλησίας μας. Όμως δε μας φοβίζει η ορμή και το μένος του, διότι γνωρίζουμε πολύ καλά, πως είναι μια ακόμη παροδική επίθεση, η οποία αργά η γρήγορα θα σβήσει, όπως κατέρρευσαν, έσβησαν και βυθίστηκαν στην ιστορική λήθη, άπειρες άλλες, φαινομενικά αήττητες δυνάμεις, στο δύο χιλιάδων χρόνων παρελθόν της Εκκλησίας μας!
  

 

ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ.

(Από το συνέδριο που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από την εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών με θέμα Φαινόμενα Νεοειδωλολατρείας).

 

Ένα από τα ηχηρότερα επιχειρήματα των Νεοπαγανιστών εναντίον του Χριστιανισμού είναι το περί συστηματικής και οργανωμένης δήθεν καταστροφής των αρχαίων μνημείων, που έχει προσλάβει την μορφή ενός στερεότυπου μύθου, αναπαραγώμενου κατά της περιστάσεις. Και το ότι, μέσα στο ανταποδοτικό πάθος πολλών «χριστιανών», που τον 4ο αιώνα πέρασαν στην εποχή της «revanche», κατεστράφησαν αρχαιοελληνικά μνημεία, που συντηρούσαν την λατρεία των ειδώλων, είναι γεγονός. Μόνο όμως μέσα στις νοοτροπίες της εποχής είναι δυνατό να επιχειρηθεί στο σημείο αυτό επιστημονική ερμηνεία. Αρκεί να μελετήσει κάποιος το νεανικό έργο του Μ. Αθανασίου «Κατά ειδώλων»(1), για να κατανοήσει το θεολογικό υπόβαθρο τέτοιων ενεργειών. Άλλωστε, η ιστορία δεν ασχολείται με κατάρες, αλλά με ερμηνείες.  Επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων μας προσφέρει δυνατότητες ασφαλέστερων κρίσεων και συμπερασμάτων.

Επικαλούμεθα τα πορίσματα της έρευνας διακεκριμένων αρχαιολόγων, που συνοψίζουν τα δεδομένα μακροχρόνιων επιστημονικών ερευνών, συναδέλφων τους, αλλά και δικών τους. Το 1994 δημοσιεύθηκε μελέτη της κας Πολύμνιας Αθανασιάδη, καθηγήτριας του Παναπιστημίου Αθηνών με τίτλο: «Το λυκόφως των θεών στην Ανατολική Μεσόγειο: Στοιχεία ανάλυσης για τρείς επιμέρους περιοχές»(2). Η κα Αθανασιάδη, με βαθειά γνώση και επιμέλεια, αξιοποιεί τα δεδομένα των ερευνών του χώρου της για το επίμαχο θέμα. Πρώτα επιλέγει «τρεις περιοχές της αυτοκρατορίας με διαφορετική γεωγραφική φυσιογνωμία, ιστορικό υπόβαθρο και δημογραφική σύνθεση», εξασφαλίζοντας έτσι για την έρευνά της μεγαλύτερη αξιοπιστία. Οι περιοχές Δε αυτές είναι η Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη και η Συρία-Παλαιστίνη. Έτσι αντιμετωπίζει εύκολα «τις γενικεύσεις του Λιβανίου»,όσο και τον «υπερβολικά μεγάλο αριθμό φιλολογικών μαρτυριών» σε χριστιανούς και εθνικούς συγγραφείς για την καταστροφή ναών, που καταντά, όπως λέγει, «ύποπτος»! «Στην προσπάθειά τους να ηρωοποιήσουν επισκόπους και αυτοκράτορες, σε μια περίοδο, κατά την οποία ο θρησκευτικός φανατισμός θεωρείται αρετή, συχνά οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέδιδαν σ’ αυτούς φανταστικές καταστροφές ναών ή, στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοποιούσαν τα ηροστράτεια ανδραγαθήματά τους». Από την άλλη μεριά, επιπολάζει η κινδυνολογία των εθνικών, για να παρουσιάσουν «τους εαυτούς τους ως μάρτυρες και την κοσμοθεωρία τους ως αντικείμενο συστηματικού και βάναυσου διωγμού , που διεξήγετο παράνομα, στο πλαίσιο μιας θεωρητικά ανεξίθρησκης αυτοκρατορίας». Γι’ αυτό η αντικειμενική συγγραφέας συνιστά «επιφυλακτική στάση» στις όποιες κρίσεις. Η ανεξιθρησκεία άλλωστε των αυτοκρατόρων, όπως ο Μ. Κωνσταντίνος, είναι αποδεδειγμένη|
Η μεταφορά ειδωλολατρικών μνημείων στην νέα πρωτεύουσα (Κωνσταντινούπολη- Νέα Ρώμη) για την διακόσμησή της ναι μεν εμποδίζει τη συνέχεια τοπικών λατρειών, αλλά τα αναδεικνύει ακόμη περισσότερο στην ίδια την χριστιανική, αργότερα, πρωτεύουσα. Εν τούτοις ο Μ. Κωνσταντίνος «επιδίωξε συστηματικά να εξασφαλίσει για την πόλη του την συνδρομή όλων των θείων δυνάμεων».  Έτσι εκτός από χριστιανικούς ναούς ( Αγία Ειρήνη, Άγιοι Απόστολοι) αφιέρωσε και δύο ναούς σε εθνικές θεότητες, τη Ρέα και τη θεά Τύχη. Συνεχίζει όμως η κα Αθανασιάδη:  «Σε τόπους όπως η Αθήνα και οι Δελφοί, κανόνας είναι, ότι τα μεταγενέστερα στρώματα έχουν καταστραφεί από τους ίδιους τους αρχαιολόγους στην προσπάθειά τους να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο κλασικό υπόστρωμα».

Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς , τις βαρβαρικές επιδρομές (4ος-6ος αιώνας) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους χριστιανούς. Η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες δείχνει περίτρανα τη συνείδηση της ιστορικής συνέχειας, όσο και αν αυτό δεν ικανοποιεί τους σημερινούς αρχαιολάτρες. Όπως συνηθίζω να λέγω, Πατέρες όπως οι Τρεις Ιεράρχες, όχι μόνο Έλληνες ήταν, αλλά και φορείς υψηλής ελληνικής παιδείας. Δεν ήταν επήλυδες που ενέσκηψαν στον ελληνικό χώρο, για να «θύσουν και απολέσουν», αλλά Έλληνες, που γνώριζαν να αποτιμούν αντικειμενικά τα πράγματα, έξω από φανατισμούς και εξαλλοσύνες. Τα κριτήριά τους ήταν πνευματικά. Γνώριζαν την ειδωλική πλάνη, αλλά δεν ήταν ικανοί για βιαιότητες.

Την συνείδηση της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων- Χριστιανών, που δεν απέρριψαν τον πολιτισμό των προγόνων τους, αλλά μόνον την θρησκεία τους – η οποία δεν ήταν παρά νοσταλγία της εν Χριστώ αληθείας, όπως επεσήμανε ήδη ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο των Αθηνών(3)- υποστηρίζει και η κα Αθανασιάδη:

«Οι εκκλησίες και τα παρεκκλήσια, που βρέθηκαν σπαρμένα γύρω και μέσα από το τέμενος του Απόλλωνα (στους Δελφούς), υπογραμμίζουν την συνέχιση της θρησκευτικής παράδοσης του τόπου». Όπως άλλωστε θρησκειολόγοι και λαογράφοι έχουν παραδεχθεί, αν «ξυπνούσε» σήμερα ένας αρχαίος Έλληνας και βρισκόταν σε ένα χριστιανικό πανηγύρι, δεν θα ένιωθε ξένος στο περιβάλλον. Είναι Δε χαρακτηριστικό, ότι πολλοί σήμερα επικριτές της ορθοδόξου λαϊκής θρησκευτικότητας, κυρίως της ελληνικής, σ’ αυτό το επιχείρημα καταφεύγουν, λησμονώντας ότι η ελληνική θρησκευτικότητα παρέμεινε ακέραιη, άλλαξε όμως ο προσανατολισμός της.  Άλλωστε, η ελληνική πολυθεϊα δεν ήταν, κατά πολλούς θρησκειολόγους (π.χ. Λ. Φιλιππίδης), παρά θεοποιητική υποστασιοποίηση των ιδιοτήτων της μιας θεότητος.  «Ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων (από Χριστιανούς Έλληνες) ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα», δέχεται η κα Αθανασιάδη. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν μεμονωμένες.  «Η γενική εντύπωση από την Ελλάδα είναι ότι η φθίνουσα αρχαία πίστη ενέπνεε στους νεοφώτιστους χριστιανούς, παρά την δομική μισαλλοδοξία της θρησκείας τους, σεβασμό και συχνά κάποια συγκίνηση». Ακόμη και ο όχι και τόσο ανεξίθρησκος Κωνστάντιος (337-361)  «δεν φαίνεται να πείραξε ναούς», αλλά και «οι καλλιεργημένοι Χριστιανοί του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος αντιμετώπισαν τα αρχαία ιερά ως έργα τέχνης και όχι ως κατοικία δαιμόνων».

Οι φανατικοί, βέβαια, δεν έλειπαν – όπως σε κάθε εποχή -, αλλά οι προτροπές τους για καταστροφή , κατά κανόνα, έπεφταν στο κενό.  Ως την εποχή του Ιουστινιανού εισέρεαν αρχαία εθνικά μνημεία στην Κωνσταντινούπολη.  Μόνο εκεί, που δεν υπήρχε «επαφή με την αστική παιδεία του ελληνορωμαϊκού κόσμου», εκτός δηλαδή του ιστορικού ελληνικού χώρου, και όπου «η παραδοσιακή θρησκεία είχε ισχυρές ρίζες»,  παρατηρείτε φανατισμός και γίνονται καταστροφές.  Αυτό συνέβαινε περισσότερο στην Ανατολή (Συρία – Φοινίκη – Παλαιστίνη). Η κα Αθανασιάδη όμως ερμηνεύει με τα επιστημονικά κριτήριά της τις συμπεριφορές και σε περιοχές, όπως η Συρία:  «…Εδώ δεν έχουμε μια αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά ένα ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο εθνικό κίνημα με αμφίεση βέβαια, θρησκευτική».  Και αυτό στηρίζεται σε έρευνες διαφόρων ειδικών.  Με αυτό το κριτήριο μπορούν να ερμηνευθούν και μεταγενέστερες συμπεριφορές, χωρίς βέβαια, να αγνοούνται και οι προκλήσεις των εθνικών ομάδων. Όπου δεν κυριαρχούν προκλήσεις(προβοκάτσιες), οι συμπεριφορές μένουν ανεξέλεγκτες.

Σκόπιμα βέβαια εκμεταλλευθήκαμε καθ’ υπερβολήν την έρευνα της εκλεκτής συναδέλφου, διότι προσφέρει σημαντικές δυνατότητες για την ερμηνεία και κατανόηση πραγμάτων, που η κακοπιστία, κακεντρέχεια, αλλά και ανθελληνική σκοπιμότητα των ξένων κέντρων συστηματικά παρερμηνεύει.

Τα πορίσματα της κας Αθανασιάδη μου επιβεβαίωσε σε μια σπουδαιότατη για μένα, επικοινωνία μας (19-07-2000) και ο γνωστός αρχαιολόγος και αείμνηστος φίλος Άγγελος Χωρέμης, ερμηνεύοντας την περίπτωση του Μ. Θεοδοδίου. Κατά την γραπτή του δήλωση, « το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου (191-193 μ.χ.) αναφέρει απαγόρευση λατρείας σε αρχαία ιερά και την είσοδο στους ναούς,  δεν εντέλλεται όμως την καταστροφή τους. Άλλωστε δεν φαίνεται ανασκαφικά τουλάχιστον τέτοια καταστροφή. Τα μεγάλα κέντρα της αρχαίας λατρείας, εκείνα ακριβώς που θα έπρεπε λογικά να υποστούν την μεγαλύτερη καταστροφή, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δωδώνη, τα ιερά των Αθηνών κ.α. δεν φαίνεται ανασκαφικά τουλάχιστον να έπαθαν ζημιές από ανθρώπινο χέρι στα τέλη του 4ου αιώνα. Εξάλλου, πολλοί ναοί της αρχαίας λατρείας σώθηκαν ως τις μέρες μας σχεδόν ανέπαφοι, κυρίως στην κάτω Ιταλία και την Σικελία, όπου επίσης βασίλευε ο Μ. Θεοδόσιος, αλλά και στην κυρίως Ελλάδα, όπως το συγκρότημα της Ακροπόλεως των Αθηνών, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείον) και ο ναός του Ιλισσού». Μάλιστα στον Θεοδοσιανό Κώδικα (XVI 10,25) «επιτρέπεται στους Χριστιανούς να μετατρέπουν τους αρχαίους ναούς σε χριστιανικούς» και γι’ αυτό δεν καταστράφηκαν, αλλά σώθηκαν αυτούσιοι (βλ. τον αρχαίο ναό κάτων από τον ανηγερένο από την Αγία Ελάνη τον δ’ αιώνα ναό της Παναγίας της Καταπολιανής ή Εκατονταπυλιανής στην Πάρο που ανεκάλυψε ο μεγάλος αρχαιολόγος Α. Ορλάνδος). Κατά τον επιφανή βυζαντινολόγο Διονύσιο Ζακυνθηνό η διάταξη αυτή έγινε ακριβώς , για να σωθούν οι ναοί. «Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμμία κρατική πολιτική, που να ενθαρρύνει την καταστροφή αρχαίων ιερών». «Αυτό που πράγματι έγινε, είναι καταστροφές και ακρότητες σε τοπικό επίπεδο, από φανατικούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες, κυρίως εναντίον αγαλμάτων αρχαίων θεοτήτων με συνηθέστερο το φαινόμενο της ρινοκοπής και καταστροφής των προσώπων. (Δεν πρέπει πάντως να θεωρούμε ότι κάθε κατεστραμένο άγαλμα μαρτυρεί και χριστιανικό βανδαλισμό. Πολλά κατεστράφησαν από άλλες αιτίες και πάρα πολλά μεταφέρθησαν στην Κωνσταντινούπολη, για τον στολισμό της καινούργιας πρωτεύουσας).

Οι άνθρωποι αυτοί εξαγρίωναν τον όχλο, πράγμα όχι δύσκολο, αν σκεφτούμε ότι, μόλις 75-80 χρόνια χώριζαν την εποχή αυτή από τους φοβερούς διωγμούς των Διοκλητιανού και Γαλερίου (311) και 55-60 χρόνια από τον ηπιώτερο διωγμό του Λικίνιου (320-324). Τον εξαγριωμένο αυτό όχλο εξαπέλυαν να κάψει και να καταστρέψει ο,τιδήποτε εθνικό εύρισκε μπροστά του.  Αυτό όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική του Μ. Θεοδοσίου και, όπως θα δούμε, όταν έγινε,  προσπάθησε να το σταματήσει και να το θεραπεύσει». Και συμπληρώνει ο Άγγελος Χωρέμης:  «Στην πορεία προς την νέα θρησκεία, υπάρχει αναμφισβήτητα κάποια πίεση εκ μέρους των Χριστιανών, αλλά όχι κρατικά κατευθυνόμενη βία.  Δεν μαρτυρούνται διωγμοί σαν αυτούς που είχαν υποστεί οι ίδιοι οι Χριστιανοί μερικές δεκαετίες πριν, ούτε βίαιοι εκχριστιανισμοί, όπως έγιναν τον καιρό του Καρλομάγνου, της ισπανικής reconquista κ.α.  Μαρτυρούνται ακρότητες, συχνά άγριες, αλλά πάντα περιορισμένες τοπικά και χρονικά. Το περίεργο δεν είναι πως έγιναν αγριότητες, το περίεργο είναι πως έγιναν τόσες λίγες μετά από τα μαρτύρια, που είχαν υποστεί οι Χριστιανοί».  Εκδηλώσεις, λοιπόν, φανατισμού μεμονωμένων προσώπων παρατηρούνται – και κατά τον Άγγελο Χωρέμη – στο πνεύμα της «revanche», αυτό όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου, για να μείνουμε σε ένα τόσο παρεξηγημένο στο σημείο αυτό αυτοκράτορα.
Σώζεται «Λιβανίου του Αντιοχέως λόγος προς Θεοδόσιον τον βασιλέα, Υπέρ των Ιερών» (αρ.30). Ο μεγάλος ρητοροδιδάσκαλος (314-393), επιφανής εκπρόσωπος της φθινούσης ελληνικής αρχαιότητας, διδάσκαλος του ιερού Χρυσοστόμου, έγραψε το 386 το κείμενο αυτό, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’ (379-395) και παραπονούμενος για την στάση των φανατικών μοναχών (της Αντιόχειας) έναντι των εθνικών ναών (τεμένων).

Για την κατανόηση της στάσης τυ Λιβανίου έναντι του Χριστιανισμού, ας σημειωθεί, ότι ήταν συνεπής οπαδός της ειδωλολατρείας, θυσίαζε στις θεότητες της και μετερχόταν την μαντεία.  Είχε μυηθεί εξάλλου σε διάφορα εθνικά μυστήρια.  Ο ι. Χρυσόστομος τον ονομάζει «πάντων δεισιδεμονέστατον» (ευσεβέστατον) (4).  Πίστευσε στην προσπάθεια του αυτοκράτορα Ιουλιανού και στην ανάσταση του ειδωλολατρικού κόσμου, μολονότι κατά την νεότητά του έδειξε τάσεις φιλοχριστιανικές. Τον επηρέασε όμως ο Ιουλιανός, όπως και αυτός επηρεάστηκε από τον Λιβάνιο, του οποίου μελετούσε τα έργα και έγινε έμμεσα μαθητής του.(5)

Ο λαμπρός γνώστης της αρχαιότητας Άγγελος Χωρέμης σχολιάζει το κείμενο του Λιβανίου με τον ακόλουθο τρόπο:  «Ο λόγος του Λιβανίου ‘Υπέρ των ιερών’ δεν γράφτηκε λόγω ακροτήτων, που έγιναν εις εφαρμογήν του διατάγματος κατά της αρχαίας θρησκείας. Το διάταγμα εξεδόθη το 391 και το κείμενο του Λιβανίου γράφτηκε το 386, δηλ. πέντε ολόκληρα χρόνια νωρίτερα με άλλη ευκαιρία(6). Ο Θεοδόσιος διόρισε ύπαρχο Ανατολής κάποιον συμπατριώτη και φίλο του, τον Ίβηρα Μάτερνο Κηνύγιο.  Ο άνθρωπος αυτός ήταν φανατικός θρησκόληπτος και έξαλλος. Υποκίνησε πράγματι τον όχλο, επικεφαλής του οποίου ήταν φανατικοί καλόγεροι, και άρχισαν να καταστρέφουν τα αρχαία ιερά, στην αρχή κυρίως τα μικρά (και απροστάτευτα) ιερά της υπαίθρου και εν συνεχεία άρχισαν να μπαίνουν και να καταστρέφουν ιερά και μέσα στις πόλεις.  Τότε ο Λιβάνιος γράφει τον περίφημο και ωραιότατο λόγο του «Υπέρ των Ιερών».  (Η αντίδραση του θρησκόληπτου Θεοδοσίου ήταν να απαγορεύσει την είσοδο των μοναχών μέσα στις πόλεις, προστατεύοντας έτσι τα εθνικά ιερά των άστεων και όταν σε λίγο πέθανε ο Μάτερνος Κηνύγιος τοποθέτησε ως ύπαρχο Ανατολής τον σώφρονα εθνικό Ευτόλμιο Τατιανό,  ο οποίος κατάφερε να ηρεμήσει τα πράγματα και να φέρει την καταλλαγή.

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι ουδέποτε υπήρξε επίσημη πολιτική του Θεοδοσίου η καταστροφή του αρχαίου κόσμου και μάλιστα με την μορφή των ακραίων βανδαλισμών,  όπως λέγεται συνήθως.  Μαρτυρούν επίσης το κύρος που είχε ο Λιβάνιος στον θεωρούμενο θρησκόληπτο βασιλέα, κύρος που φάνηκε και όταν με δύο ακόμη λόγους του, τους «Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα περί της στάσεως» και  Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα επί ταις διαλλαγαίς», κατόρθωσε να σώσει την Αντιόχεια, η οποία είχε στασιάσει.  Σ’ αυτήν την προσπάθεια είχε και την συνεπικουρία του επισκόπου Αντιοχείας Φλαβιανού, του οποίου τον λόγο φαίνεται ότι είχε γράψει ένας νεαρός Χριστιανός κληρικός, μαθητής του Λιβανίου, ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι και συνεργασία με χριστιανούς είχε ο Λιβάνιος, όταν κοινοί στόχοι το επέβαλλαν».

Θα επιχειρήσουμε ένα σχόλιο στην υπογραμμιζόμενη, με επιστημονική ευσυνειδησία, από αείμνηστο φίλο, συνεργασία του Λιβανίου με Χριστιανούς. Οι άνθρωποι εκείνοι ζούσαν τα πράγματα μέσα στη φυσικότητά τους και όχι στο τεχνητό κλίμα αντιπαλότητας, που δημιουργούν οι φανατικοί (εκατέρωθεν) των ημερών μας. Μήπως σ’ όλη την μακρά διάρκεια του Βυζαντίου/Ρωμανίας δεν έλαβαν χώρα παρόμοιες συνεργασίες και συνυπάρξεις; Η χαρακτηριστικότερη μάλιστα, ήταν η συνεργασία των δύο ιδεολογικά αντιπάλων, που η αντίθεσή τους σκόπιμα και τεχνητά υπερτονίζεται σήμερα, του Οικουμενικού Πατριάρχου Γεννάδιου β’ του Σχολαρίου και του σοφού υποστηρικτού της αρχαίας θρησκείας Γεωργίου Πλήθωνος-Γεμιστού.  Ο τελευταίος δεν δίστασε να συμμετάσχει στην σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), ως μέλος της ορθόδοξης αντιπροσωπείας, για να βοηθήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία στις τραγικές εκείνες στιγμές γι’ αυτήν και το γένος.  Εκεί έδωσε μάχη, με τις επιστημονικές του γνώσεις, υπέρ της Ορθοδοξίας (απέδειξε την νοθεία ενός χειρογράφου που παρουσίαζαν οι Λατίνοι) και μαζί με τον πρωταγωνιστή της Ορθοδοξίας  Άγιο Μάρκο Ευγενικό (1444), δεν υπέγραψε την Ένωση με τον Παπισμό.  Παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές-πνευματικές προϋποθέσεις τους και οι δύο θεωρούσαν την ένωση ως υποταγή στον Παπισμό και επιζήμια για τι Γένος/Εθνος.  Αλλά έτσι σκέπτονται όσοι αγαπούν το ΄Εθνος.  Οι σημερινοί Νεοπαγανιστές, σχεδόν κατά κανόνα δεν αγαπούν το Έθνος και τον Ελληνισμό,  παρά τα  λεγόμενά τους, διότι πολεμώντας την Ορθοδοξία, που είναι πια αδιαίρετα ενωμένη με την ελληνικότητα, κατεργάζονται την διάλυσή του.

Για το θέμα της καταστροφής αρχαίων μνημείων από  «Χριστιανούς» παράλληλα με τα συμπεράσματα της κας Αθανασιάδη είναι και εκείνα του αρχαιολόγου Gerasimos Pagoulatos, «The Destruction and conversion of ancient temples o Christian Churches during fourth, fifth and sixth centuries»,Θεολογία τ.ΞΕ’ (1964), σς152-170 . Είναι Δε χαρακτηριστικό, ότι και στο περιοδικό «Δαυλός» (αρ.138/Ιούνιος 1993,σς.8022/23) σημειώνεται:  «Όλοι σχεδόν οι καταστροφείς αρχαίων ελληνικών μνημείων είναι Χριστιανοί εξ Ιουδαίων, δηλαδή Εβραίοι. Οι Χριστιανοί ξ εθνικών, δηλαδή οι Έλληνες, σπάνια μετείχαν σε διωγμούς Ελλήνων».

Σημασία Δε έχει, ότι και ο γνωστός εικονοκλάστης,  αλλά σπουδαίος ιστορικός ερευνητής και συστηματικός παρουσιαστής της «αρνητικής πλευράς» Κυριάκος Σιμόπουλος,  ενώ μιλά για τις «αποτρόπαιες βαρβαρότητες των Χριστιανών» (σ. 112 ε.ε) στα αρχαία μνημεία, δεν παραλείπει να παρεμβάλει και κεφάλαιο με τον τίτλο: «Ο βυζαντινός άνθρωπος συντηρεί με ευλάβεια την παράδοση της αρχαίας ελληνικής τέχνης» (σ. 208 ε.ε.)(7).

Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από το παραπάνω βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου: « Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι υπήρξε μία παιδευτική και συναισθηματική συνέχεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στο Βυζάντιο, όχι μόνο από την διανόηση αλλά και από τον λαϊκό άνθρωπο, ενίοτε και από την εξουσία. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θόδωρος Δούκας Λάσκαρις (1254-1258), κατά την επίσκεψή του στην Πέργαμο, νοιώθει συγκίνηση μπροστά στα λείψανα των αρχαίων μνημείων και έργων τέχνης κι εκφράζει ενθουσιασμό και ευλάβεια για τα μεγαλουργήματα των προγόνων. Έχει συνείδηση τι σημαίνει Δύση ύστερα από την εισβολή των στυροφόρων και τον χαλασμό της Πόλης […].

Ο πρώτος αυτοκράτορας – ο Κωνσταντίνος – φιλοδοξεί να εξομοιώσει τη ‘βασιλεύουσα’ με την Ρώμη. Και σπεύδει να την διακοσμήσει με έργα τέχνης, συνεχίζοντας την ρωμαϊκή παράδοση της αρπαγής. Μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολή πολυάριθμα αγάλματα, χάλκινα ιδίως, κίονες, κ.α. (8) από τις κυριότερες πόλεις του ανατολικού, αλλά και του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας – από την Αθήνα, το Αιγαίο, την Ιωνία, την Κύπρο, την Κρήτη, τη Ρώμη, τη Σικελία κ.α.(9) …(σς. 209-20).

Ο Κωνσταντίνος θα αξιοποιήσει την ελληνική πολιτιστική παράδοση για την προσωπική του αίγλη, ταυτίζοντας το χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα που έστησε πάνω στην περίφημη πορφυρή κολώνα της Αγοράς, τον «κυκλοτερή πορφυρούν κίονα» (10), με το αυτοκρατορικό του μεγαλείο. Στην κεφαλή του αγάλματος, που αφιέρωσε στον εαυτό του, προσέθεσε ακτινωτά ήλους «από τον σταυρό του Χριστού», για να λάμπει σαν τον ήλιο…(σ. 211) (11).

Η παραδοσιακή επομένως αισθητική και η πανάρχαιη λαϊκή ποιλιτιστική παιδεία δεν είχε σβήσει , παρά τους βανδαλισμούς των πρώτων χριστιανών εναντίον των κλασσικών μνημείων.  Και δεν θα σβήσει ποτέ στον ελληνικό κόσμο.  Έτσι εξηγείται η διατήρηση ανέπαφων τόσων γλυπτών στην Κωνσταντινούπολη ως την επιδρομή των Δυτικών Βαρβάρων. Απώλειες σημειώθηκαν μόνο από σεισμούς, πυρκαγιές και εσωτερικές ταραχές – λαϊκές εξεγέρσεις, συγκρούσεις και καταστολές. Οι Χριστιανοί της πρωτεύουσας θαύμαζαν τα αγάλματα που στόλιζαν την πόλη τους…(σς.212-213).

Οι βυζαντινοί διανοούμενοι – ακόμα και θεολόγοι- έχουν βαθειά γνώση της αρχαίας τέχνης και εκφράζουν χωρίς επιφυλάξεις τον απεριόριστο θαυμασμό τους. Συχνότατες στους βυζαντινούς αιώνες οι αναγωγές στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τους επιφανείς δημιουργούς του και οι συγκρίσεις της βυζαντινής εικονογραφίας με την κλασσική ζωγραφική που αποκαλύπτουν κοινά οι παράλληλα καλλιτεχνικά ιδεώδη…(σς. 226-227)».

Αγαπητοί Σύνεδροι, Το κείμενό μου δεν επεδίωξε να πρωτοτυπήσει, αλλά να αποδείξει, μέσω της έρευνας διακεκριμένων αρχαιολόγων, την αντιεπιστημονικότητα του νεοειδωλολατρικού φανατισμού και των γενικεύσεών του σε ένα θέμα, που έχει κεντρική θέση στην αντιχριστιανική πολεμική του. Οι αυθεντικοί Χριστιανοί, και μάλιστα οι Έλληνες, ετίμησαν την τέχνη των προγόνων τους και κληρονόμησαν το καλλιτεχνικό  πνεύμα τους, για να προχωρήσουν στην δική του – καθαρά ελληνική – καλλιτεχνική δημιουργία.

 

Σημειώσεις:

1) 318, όχι «Κατά Ελήνων», ο τίτλος αυτός είναι μεταγενέστερος και προσετέθη απ’ τους εκδότες.

2) Περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΑ, τ.44, Θεσσαλονίκη 1994, σς. 31-50

3) Πραξ.17,23. Ο Απόστολος Παύλος δεν καταστρέφει ή διαστρέφει την ελληνική θρησκευτικότητα, αλλά την στρέφει προς τον αναμενόμενο Αληθινό Θεό.

4) ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, εις νεωτέραν χηρεύσασαν, 1

5) Βλ. το άρθρο του ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ στη ΘΗΕ, τ.8, 1960, στ. 294-299 με βιβλιογραφία

6) P. Petit, «Sur la date du ‘pro Templis’ de Libanius», en Byzantion XXX (1951), fasc Ι. 285-310

7) Βλ. το βιβλίο του: Η λεηλασία και η καταδρομή των Ελληνικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997.

8) « πάντα Δε τα χαλκουργεύματα και τα ξόανα εκ διαφόρων ναών και πόλεων αθροίσας έστησεν αυτά εις διακόσμησιν της πόλεως, ομοίως Δε και τους κίονας των περιπάτων» Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Preger τ. Β’, 145

9) «Ότι από Ρώμης πολλά ενεχθέντα είδωλα έστησαν εν τω Ιπποδρόμω εξαίρετα Δε εξήκοντα, εν οις και είκοσι του Αυγούστου. Από Δε Νικομηδείας στήλαι πολλαί ήκασιν. Ομοίως Δε από Αθηνών και Κυζίκου και Καισαρείας και Τράλλης και Σάρδης και Μωκησού και από Σεβαστείας και Σατάλων και Χαλδείας και Αντιοχείας της μεγάλης και Κύπρου και από Κρήτης και Ρόδου και Χίου και Ατταλείας και Σμύρνης και Σελευκείας και από Τυάνων και Ικονίου και Βιθυνών Νικαίας και από Σικελίας και από πασών των πόλεων ανατολής και δύσεως ήκασι διαφοροι στήλαι παρά του μεγάλου Κωνσταντίνου». Γ. ΚΩΔΙΝΟΣ, Παρεκβολαί εκ της βίβλου του Χρονικού περί των πατρίων της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Βόννης 1843, σ. 53. Η λέξη «στήλη» σημαίνει άγαλμα. « Ολόχρυσον την στήλην σου στήσουν εις το παλάτιν» Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, στ.1172.

10) Κατά τον ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΕΔΡΗΝΟ «πορφυρούς κίων» στήθηκε το 320, κατά το Πασχάλιον Χρονικόν το 328. Το άγαλμα του Απόλλωνα είχε αφαιρεθεί, κατά τον Βυζαντινό χρονογράφο Μιχαήλ Γλύκα, από την Ηλιούπολη της Φρυγίας. Τον ομώνυμο ναό έκλεισε ο Κωνσταντίνος (ΕΥΣΕΒΙΟΣ, Εις τον βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως, Γ’ 55-56). Κατά τον Μανουήλ Χρυσολωρά στην κορυφή του «πορφυρού κίονος» είχε αρχικά τοποθετηθεί σταυρός. Γράφει « περί του αίροντος τον σταυρόν πορφυρού κίονος, επί της αυλής του μεγάλου Κωνσταντίνου βασιλείων αυτού πηξαμένου και ιδρυμένου, πάντας μεν ανδριάντας πάσας Δε στήλας νικώντος» (Του λογιωτάτου Μανουήλ Χρυσολωρά επιστολή προς τον Ιωάννην βασιλέα εν ή συγκρισις της παλαιάς και νέας Ρώμης).

11) «Δίκην Ηλίου έστησεν αυτήν εις το όνομα αυτού θήσας εν τη κεφαλή ήλους εκ των του χριστού δίκην ακτίνων ως Ήλιος τοις πολίταις εκλάμπων» Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, τ. Β’, 174,45. Κατά τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΡΟΔΙΟ, το άγαλμα ήταν επιχρυσωμένο, «χρυσώ καταυγάζοντα». Στίχοι Κωνσταντίνου Ασηκρίτη του Ροδίου, σ. 69.

 

Επίσης, θα μπορούσατε να διαβάσετε τον λόγο «Προς τους νέους» (http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/basil_the_great_de_legendis_gentilium_libris.htm) του Μεγάλου Βασιλείου καθώς και ένα κείμενο τού αγίου Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως, όπου επισημαίνεται ο κοσμοϊστορικός ρόλος των Ελλήνων, κυρίως σε σχέση με το Ευαγγέλιο: (http://www.oodegr.com/neopaganismos/ellinikotita/ellin.istor1.htm).

 

Λίγες ημέρες πριν ετοιμάσω αυτό το άρθρο Έλληνας σκηνοθέτης (αν είναι παγανιστής δεν το γνωρίζω) δημιούργησε μία ταινία μικρού μήκους σχετικά με την ιστορία της Ακρόπολης των Αθηνών, με αφορμή τα θυρανοίξια ενός μουσείου δίπλα στον Παρθενώνα. Στην ταινία αυτή παρουσίαζε κάποιους ρασοφόρους να σπάνε μέρη του Παρθενώνα και κατηγόρησε τους Χριστιανούς ότι ήταν υπεύθυνοι σε ένα μέρος για την καταστροφή του Παρθενώνα. Ασφαλώς υπήρξαν Χριστιανοί που έδειξαν φανατισμό και προκάλεσαν καταστροφές αλλά δεν μπορεί ο κύριος Γαβράς (ο σκηνοθέτης) και ο κάθε Γαβράς να κατηγορεί διατυπώνει κατηγορίες, χωρίς να είναι αντικειμενικός.

Εδώ λοιπόν μπορείτε να δείτε κάποια βίντεο από εκπομπή του Άδωνη Γεωργιάδη, βουλευτή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, ο οποίος απαντάει στον κύριο Γαβρά: