ΟΙ ΠΟΜΑΚΟΙ ΤΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ (ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ)

του Βασίλη Σ. Σιναπίδη φιλολόγου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τη μελέτη μου αυτή θέλω να τη χαρίσω στο πολύ κοινό, για να γνωρίσω στον ελληνικό κόσμο ένα λαό που είναι καθυστερημένος πολιτιστικά κι απομονωμένος στα βουνά της Ροδόπης. Γι’ αυτό δε φταίει ο ίδιος αλλά οι τοπικές κι άλλες συνθήκες του παρελθόντος, που όχι μονάχα τον κράτησαν σε μεγάλη αμάθεια και πολιτιστική καθυστέρηση, μα τον ανάγκασαν κιόλας ν’ αλλάξει θρησκεία και γλώσσα. Έτσι δείχνεται σήμερα σαν ένα συνονθύλευμα λαών με μωαμεθανική θρησκεία, με σλαβική γλώσσα και αρχαία θρακικά ήθη και έθιμα, που είναι ασφαλώς το πιο αλάνθαστο κριτήριο για την απόδειξη της φυλετικής προέλευσης των Πομάκων.

Η μελέτη μου αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί ταξιδιωτικό (Ιtinerarium), γραμμένο ωστόσο από έναν άνθρωπο που έζησε τον βαθύτερο παλμό του λαού αυτού από κοντά, σε συνθήκες τέτοιες, που του μετάγγισαν κάτι από το εσώτερο είναι τους οι Πομάκοι, κάτι απ’ την ανθρωπιά κι απ’ το φυλετικό τους χαρακτήρα, μέσα σε συνθήκες πολεμικές και συμπολεμιστικές, που ενώνουν τους ανθρώπους και τους λαούς, με βαθιούς κι ακατάλυτους δεσμούς.

Σύγχρονα έτυχε ο γράφων να τους δει και να τους γνωρίσει, όχι μόνο με το μάτι του στρατιωτικού και του ανθρώπου μα και του συμπατριώτη και του συντοπίτη, γιατί στα ίδια χώματα σχεδόν γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έζησε, μέσα στην ελληνική Θράκη.

Πιστεύω πως η μελέτη μου θα πετύχει το βαθύτερο σκοπό της, που είναι το πλησίασμα το ψυχικό των Ελλήνων με τον αδικημένο τούτο λαό, που σύμφωνα με τη γνώμη ειδικών λαογράφων, δεν είναι κανένας άλλος, παρά ο αρχαίος θρακικός λαός των Αγριάνων – απ’ το ίδιο αίμα με τους Ελληνοθρακιώτες κατοίκους της περιοχής.

.

ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΜΑΚΟΥΣ.

Τους Πομάκους, προτού να τους γνωρίσω από κοντά, από μια τύχη που μ’ έφερε δίπλα τους, τους είχα ακούσει μονάχα σαν ένα λαό βουνίσιο κι απολίτιστο, χωρίς ιδανικά και εθνική συνείδηση. Νόμιζα πως μιλούν τουρκικά και πως πρεσβεύουν τη μωαμεθανική θρησκεία και πως άγονται και φέρονται μονάχα από το υλικό συμφέρον. Πόσο διαφορετική όμως ήταν η πραγματικότητα, από εκείνα που άκουγα και νόμιζα θα φανεί στη συνέχεια της ανάπτυξης του θέματος μου, όταν έζησα και γνώρισα από κοντά το δυστυχισμένο λαό των Πομάκων.

Το χειμώνα του 1948 προς την άνοιξη του 1949 υπηρετούσα κάπου στα σύνορα τα ελληνοβουλγαρικά κι εκεί έτυχε να γνωρίσω τρεις ως τέσσερις Πομάκους, φυγάδες απ’ τη Βουλγαρία. Ήταν πολύ καλοί και γενναίοι πολεμιστές. Είχαν μέσα τους ένα αίσθημα φιλελευθερισμού κι ένα άσβεστο μίσος κατά των Βουλγάρων. Όμως το σπουδαιότερο που πρόσεξα και μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η αδερφική σχεδόν αγάπη που έτρεφαν προς τους Έλληνες, είτε στρατιώτες ήταν αυτοί είτε πολίτες. Είχαν μέσα τους πρωτόγονα, όμως αγνά αισθήματα και υψηλή συνείδηση του καθήκοντος και της πειθαρχίας και συγχρόνως τους διέκρινε ένα πνεύμα ανθρωπιάς, τιμιότητας και δικαιοσύνης· ήταν με λίγα λόγια μπεσαλήδες, δηλαδή άνθρωποι με σταθερότητα στο λόγο της τιμής τους.

Ένας απ’ αυτούς, ψηλόσωμος και γεροδεμένος άνδρας, ονόματι Μεμέτ, είχε γίνει στενός φίλος μου και καταλάβαινα σε κάθε λόγο του και κάθε του ενέργεια την εκτίμηση και την απεριόριστη αγάπη που έτρεφε στο άτομο μου. Θυμάμαι πως σε κάθε επικίνδυνη και σοβαρή αποστολή, όταν τον έπαιρνα μαζί μου, σαν στρατιώτη κι αυτόν, στεκόταν δίπλα μου σαν το πιστό εκείνο σκυλί, έτοιμος για οποιαδήποτε πράξη ηρωισμού και αυτοθυσίας. Σε μια μάχη που δώσαμε με τους αντάρτες και κάναμε μια απεγνωσμένη επίθεση ενάντια σ’ ένα ύψωμα που ήταν οχυρωμένοι, με καλύτερο και υπέρτερο από εμάς οπλισμό, ο Μεμέτ έδειξε μεγάλη αυτοθυσία και πείσμα αγωνιστικό. θυμάμαι τη σκηνή, λες κι έγινε χθες. Ιανουάριος του 1948, στην καρδιά του χειμώνα, πάνω στα μακεδoνικά βουνά, σχεδόν πάνω στη γραμμή των συνόρων. Οι αντάρτες, οχυρωμένοι στην κορφή, ρίχνουν εναντίον μας αραιά πυρά, που ξεκλαρίζουν μ’ έναν ξηρό κι απαίσιο κρότο τη σκεπασμένη από πυκνή θαμνώδη βλάστηση πλαγιά του βουνού. Η διμοιρία μου προχωρεί με περίσκεψη σε αραιό σχηματισμό για να κάνει κάπου βάση πυρός. Σε μια πτυχή του εδάφους, με καλή παρατήρηση, έταξα τους όλμους και τους άνδρες μου, για να υποστηρίξω την επίθεση της άλλης διμοιρίας του λόχου μου, που σύμφωνα με τη διαταγή άρχισε να προχωρεί στη δασωμένη πλαγιά κατά μέτωπο αλλά αθέατη από τους αντάρτες. Ο Μεμέτ πάντα με τους πρώτους. Ζητά να πάρει μέρος στην επίθεση. Δεν μπορούσα να του το αρνηθώ! Μέχρις ένα σημείο τους βλέπαμε τους δικούς μας, καθώς προχωρούσαν προς την κορφή, ύστερα τους σκέπασαν τα δέντρα. Η επίθεση θα ‘πρεπε να ‘ναι πολύ δύσκολη, γιατί κι οι δικοί μας κι οι αντάρτες θα πολεμούσαν, θα ‘ρχονταν ίσως σώμα με σώμα στα τυφλά, μέσα στους φουντωτούς κι αειθαλείς θάμνους.

Στο μεταξύ εμείς, σα βάση πυρός, είχαμε κοσκινίσει το φρύδι της κορφής, όπου υποθέταμε πως ήταν οι βάσεις των αντιπάλων μας, με τους όλμους και τα πολυβόλα. Τώρα όμως είχαμε σταματήσει, γιατί υπολογίζαμε πως οι δικοί μας κοντοζύγωναν και φοβόμασταν μήπως χτυπήσουμε τους δικούς μας. Οι αντάρτες βάδιζαν αργά και κανονικά προς την κατεύθυνση μας, χωρίς να βλέπουν.

Ήμουν βέβαιος πως δεν είχαν αντιληφθεί την επίθεση των δικών μας, που τους πλησίαζαν επικίνδυνα, γιατί τα μακρινά πυρά δεν προϋποθέτουν πάντα κι επίθεση, εξάλλου το μέρος ήταν τόσο απρόσφορο, που δεν πίστευαν να τους επιτεθούμε.

Ξαφνικά κι ενώ για πολλή ώρα επικρατούσε ησυχία, μπορεί να πει κανένας νεκρική σιγή, ακούσαμε ένα σύμμεικτο θόρυβο από μυδράλια, πολυβόλα και τουφεκιές, αυτόματα, «Τόμιγκαν» και χειροβομβίδες, έναν από τους γνωστούς εκείνους κεραυνούς σ’ όσους γνώρισαν τις οδυνηρές στιγμές του πολέμου, που σταματά θαρρείς η καρδιά του ανθρώπου για ένα δευτερόλεπτο, μπροστά στην αγωνία του αγνώστου. Αυτό διήρκεσε λίγα λεπτά κι ύστερα αραιά πυρά επακολούθησαν. Όλοι υποπτευθήκαμε κάτι το κακό για τους δικούς μας, γιατί τους είχαμε αντιληφθεί που προχωρούσαν με σφιγμένη την καρδιά, σ’ ένα ύψωμα χωρίς παρατήρηση από εμάς και χωρίς γνώση του οπλισμού του αντιπάλου.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν και η ενίσχυση της βάσης πυρός δεν είναι σοβαρή, η επιχείρηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Το άγνωστο σου προξενεί φόβο και σου μειώνει στο ελάχιστο τις ελπίδες της νίκης. Ύστερα από πέντε δέκα λεπτά, περίπου, είδα τους δικούς μας να υποχωρούν προς τις γραμμές μας, κάπως άτακτα, ασθμαίνοντας και κυριευμένοι από φόβο.

Σε μια στιγμή, που ασφαλώς δεν το περίμεναν, δέχτηκαν τα καταιγιστικά πυρά του εχθρού, καταλήφθηκαν από πανικό και υποχώρησαν στις γραμμές μας. Όσο κι αν φαίνονται κάτι τέτοιες στιγμές λυπηρές για το ελληνικό φιλότιμο, δεν μπορεί παρά να δικαιολογηθούν. Είχαν οι στρατιώτες μας άγνοια του εδάφους, έλλειψη παρατήρησης και πληροφοριών για τον αντίπαλο. Ήταν λιγότεροι σε αριθμό και σε οπλισμό κι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

Την άλλη μέρα κάναμε επίθεση με καλύτερους οιωνούς και καταλάβαμε το ύψωμα. Όπως μάθαμε εκ των υστέρων, η επίθεση αυτή, από τη μεριά μας, ήταν δοκιμαστική της δύναμης του αντιπάλου και των συνθηκών του εδάφους.

Για να μην ξεφύγω όμως από το θέμα, ας αφήσω στην άκρη τα επακολουθήσαντα κι ας έρθω στο θέμα που μας ενδιαφέρει. Ο Μεμέτ υποχώρησε μόνος του, τελευταίος, γεμάτος λύσσα κι απογοήτευση, με δάκρυα στα μάτια, γιατί όπως νόμιζε αυτός η επίθεση μας απέτυχε. Τον άκουσα να καταφέρεται με θυμό κατά των στρατιωτών μας και να τους αποκαλεί δειλούς κι όχι καλούς πολεμιστές. Αυτά βέβαια τα λόγια τα ξεστόμισε πάνω στο θυμό και στην αγανάκτηση του. Έδειξε όμως ηρωισμό και καρτερία, ψυχραιμία κι ανυπολόγιστο θάρρος στο αντίκρισμα του θανάτου.

Στη διμοιρία μου είχα ένα Δυτικομακεδόνα στρατιώτη, από τα μέρη της Φλώρινας. Ήταν ένα ψηλό και γεροδεμένο, ευρύστερνο παλικάρι, που ξεχώριζε ανάμεσα στους άλλους στρατιώτες μου για τη φυσική του ρώμη κι αντοχή. Είχε πολλή δύναμη και καθώς είναι φυσικό την έδειχνε σε κάθε περίπτωση που του δινόταν ευκαιρία. Μαζί του δεν μπορούσε να παραβγεί κανένας άλλος στρατιώτης μου στην πάλη. Ήταν ένα παιδί του βουνού, τσοπανόπουλο, που άμα έκανε κατάλληλη άσκηση και συστηματική προπόνηση, μπορούσε, ίσως, με τα φυσικά προσόντα που διέθετε να γίνει ένας διαλεχτός πρωτοπαλαιστής. Ήταν, με δυο λόγια, ένα φυσικό φαινόμενο που δεν είχε βαθιά επίγνωση των φυσικών του δυνατοτήτων, που μπορούσαν να τον αναδείξουν σ’ έναν εξαιρετικό παλαιστή.

Μια μέρα, δε θυμάμαι κι εγώ πώς έγινε ακριβώς, από λόγο σε λόγο, έφτασαν στο σημείο, μαζί με τον Μεμέτ, να κάνουν έναν αγώνα πάλης μπροστά στη διμοιρία, που σχημάτισε ένα ημικύκλιο και παρακολουθούσε σαν θεατής το θέαμα αυτό το ειρηνικό, στα ματωμένα βουνά της Ροδόπης. Ήταν μια ειρηνική κι αναίμακτη άμιλλα κι ένας ευγενικός αγώνας, ανάμεσα σ’ έναν Έλληνα στρατιώτη κι έναν Πομάκο σύμμαχο και συμπολεμιστή.

Ήταν καλός καιρός, άνοιξη. Οι παλαιστές είχαν βγάλει τα χιτώνια και τα πουκάμισα τους και μόνο με το παντελόνι, σιγά σιγά και μελετημένα, ασθμαίνοντας, με τα κεφάλια το ένα δίπλα στο άλλο και τα στομάχια να ανεβοκατεβαίνουν, βρέθηκαν σ’ ένα σύμπλεγμα, καθώς κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου και πάσχιζαν με τ’ άλλο να βρουν κάποιο πιάσιμο για να ανατρέψουν τον αντίπαλο και να πετύχουν ο καθένας για λογαριασμό του την ποθητή νίκη.

Ο δικός μας πιο τολμηρός κι επιθετικός, μα λίγο άμυαλος, σαν νεότερος που ήταν, μέχρι είκοσι πέντε ετών, ενώ ο Μεμέτ είχε τα σαράντα, πολεμούσε να πετύχει μια γρήγορη νίκη. Αντίθετα ο Μεμέτ, πιο λογικός, προσπαθούσε με περίσκεψη να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, κουράζοντας τον αντίπαλο του. Εμείς στην πλαγιά του υψώματος, κάπως αμφιθεατρικά, ενώ οι παλαιστές είχαν την παλαίστρα τους στο ίσιωμα, παρακολουθούσαμε με αγωνία και συγκίνηση και με κάποια ταραχή τον αγώνα των δύο ανδρών, τον αγώνα του Έλληνα και του φίλου Πομάκου, τον αγώνα της νιότης και της ωριμότητας.

Ο αγώνας δε διήρκεσε και πολλήν ώρα. Σε κανένα τέταρτο με είκοσι λεπτά κατόρθωσε ο Μεμέτ μ’ ένα αριστοτεχνικό κόλπο να ανατρέψει και να καθηλώσει τη ράχη του δικού μας στο χώμα. Εμείς κάπως ψυχρά υποδεχτήκαμε τη νίκη του μουσουλμάνου κι αλλόθρησκου συμμάχου μας, ίσως γιατί πληγώθηκε το εθνικό μας φιλότιμο με την ήττα του συμπατριώτη μας.

Εγώ, για να διασκεδάσω την κακήν εντύπωση που άθελα μας δημιουργήσαμε στον Μεμέτ, έσπευσα να τον συγχαρώ για τη νίκη του. Αυτός με μεγάλη μετριοφροσύνη δέχτηκε τα συγχαρητήρια μου κι αποτεινόμενος προς όλους γύρω του τους θεατές, είπε τα εξής λόγια, που θα μου μείνουν αξέχαστα: «Νίκησα με την τέχνη κι όχι με τη δύναμη. Ο δικός σας συνάδελφος είναι κατά πολύ δυνατότερος μου. Με την εξάσκηση και τη θέληση θα γίνει πρωτοπαλαιστής. Διαθέτει πάρα πολλή δύναμη». Ο Μεμέτ ήταν μια μεγάλη κι ευγενική καρδιά. Καλή του ώρα, όπου κι αν βρίσκεται σήμερα.

.

ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Οι «Πομάκοι», όπως τους ονομάζουμε εμείς οι Έλληνες σήμερα, όνομα που το δανειστήκαμε, πιθανώς, από τους Βούλγαρους κι από τους Τούρκους και που είναι άγνωστη, σχεδόν, η προέλευση του σήμερα, αποτελούν ξεχωριστό λαό, με ιδιαίτερα ήθη και έθιμα και δικό τους φυλετικό χαρακτήρα. «Pomaκ» αναφέρονται και από τους Τούρκους και από τους Βούλγαρους, λέξη που ισχυρίζονται μερικοί ότι σημαίνει κάτοικοι του «Poma», αρχαίου θρακικού τοπωνυμίου1, οι ίδιοι όμως οι Πομάκοι τη θεωρούν προσβλητική και υβριστική ονομασία και θέλουν να αυτοαποκαλούνται «Αχριάν», δηλαδή «Αγριάνες», όνομα αρχαίας θρακικής φυλής, που κατοικούσε στ’ άγονα κι ορεινά μέρη του όρους Σκόμιο και στη Βορειοδυτική Ροδόπη και που λέγονταν κι αλλιώς «Αγρίες», «Αγραίοι» κι «Αγριείς». Φημίζονταν σαν επιδέξιοι ακοντιστές.

Υπάρχει και μια άλλη άποψη ότι η λέξη «Πομάκος» προέρχεται από το «Απόμαχος», ονομασία που δόθηκε στους θράκες πολεμιστές του Μ. Αλεξάνδρου μετά την εκστρατεία της Περσίας. Επειδή κατοικούσαν σε χώρα αποκλειστικά ορεινή κι άγονη, ζούσαν με την κτηνοτροφία κι είχαν σαν κύριο έργο τους να κατατάσσονται σαν μισθοφόροι στους Οδρύσες, τους Αθηναίους, τους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους, γιατί ήταν ηρωικοί και περίφημοι ακοντιστές, όπως ανέφερα και παραπάνω. Είχαν γείτονες τους μαχαιροφόρους Δίους, τους Αριδαίους, τους Τραλλείς, τους Τριήρες2 .Σαν ζωντανό κατάλοιπο της καταγωγής τους αυτής από την αρχαία φυλή των Αγριάνων είναι κι ορισμένα τοπωνύμια κι ονομασίες χωριών, που βρίσκονται στο ζωτικό χώρο των Πομάκων, όπως η τουρκική ονομασία ενός χωριού της περιφέρειας Ορεστιάδας «Αχράν Μπουνάρ», που σημαίνει «βρύση των Αγριάνων» και σήμερα ονομάζεται «Αγριάνη».

Άρα η φυλετική τους προέλευση διατηρήθηκε κι απ’ τους ίδιους κι από τους κατακτητές τους, που εξακολουθούν να διατηρούν το όνομα των Αγριάνων σε τόπους και σε χωριά.

.

ΖΩΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΤΩΝ ΠΟΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΦΥΛΕΣ

Ο λαός των Πομάκων, που υπολογίζεται σήμερα σε 700.000 ψυχές, περίπου, ζει και κατοικεί, σαν μειονότητα, στη βουλγαρική κι ελληνική Θράκη, ιδίως στη μέση Ροδόπη, που περιλαμβάνει από δυτικά προς ανατολικά την κορυφογραμμή του Όρβηλου (Περίν) μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου, το «Ντοσπάτ-Νταγ», το «Κιρκέτ-Μπαλκάν», το «Σεμπέτ-Μπαλκάν», την πεδιάδα του ποταμού Άρδα, με τμήμα της πεδιάδας Κομοτηνής και το τρίγωνο «Πλέβνας-Λόβετς» του Αίμου, στη Βόρεια Βουλγαρία.

Απ’ αυτούς, 17.000 περίπου κατοικούν στη σημερινή ελληνική Θράκη, στην ορεινή Ροδόπη Ξάνθης και Κομοτηνής, αυτούς ακριβώς που έτυχε να γνωρίσω από κοντά και να ζήσω μαζί τους επτά μήνες περίπου με τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτοί μιλούν ένα κράμα γλωσσικό, που έχει το σκελετό και το τυπικό της βουλγαρικής γλώσσας, όμως είναι γεμάτο από ελληνικές λέξεις, κατάλοιπα της καταγωγής τους από τους αρχαίους θράκες. Λέγεται πως υπήρχαν παλαιότερα και φυλές Πομάκων που μιλούσαν την τουρκική γλώσσα, οι λεγόμενοι «Νταγλήδες», δηλαδή βουνίσιοι και οι «Κιζίλ-μπάσηδες», δηλαδή κοκκινοκέφαλοι, που φαίνεται, όμως, πως μετανάστευσαν στην Τουρκία, με την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Αυτά λέγονται από τους γεροντότερους κι είναι απόλυτα σεβαστά και παραδεκτά. Ας με συγχωρήσει όμως ο αξιότιμος κύριος Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου, αν διαφωνήσω με την πληροφορία του για ελληνόφωνους Πομάκους, τους λεγόμενους «Γραβανίτηδες» και «Μάρηδες», που κατοικούν τάχα στις ταπεινές υπώρειες της Ανατολικής Ροδόπης κοντά στον Ερυθροπόταμο, παρακλάδι του Έβρου, ανάμεσα στο Διδυμότειχο και στο Ορτάκιοι, σύμφωνα με την άποψη του αείμνηστου θράκα ιστορικού Κ. Κουρτίδη. Δεν ξέρω πώς ακριβώς διατυπώνει την πληροφορία αυτή ο Κ. Κουρτίδης, όμως, σύμφωνα με την ερμηνεία του Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου, γίνεται φανερή η ύπαρξη μιας παρανόησης, που θεωρώ καθήκον μου να διευκρινίσω και να επανορθώσω, όχι τόσο γιατί κατάγομαι από τα μέρη εκείνα και συγκεκριμένα από το Διδυμότειχο, όπου τοποθετείται η ύπαρξη των ελληνόφωνων Πομάκων, μεταξύ Ορτάκιοι και Διδυμοτείχου, όσο για να βρεθεί η αλήθεια, της οποίας η θεραπεία κι η ανεύρεση πρέπει να αποτελεί το μεγαλύτερο καθήκον του λαογράφου και του ιστορικού.

Στην ύπαιθρο της Θράκης, δηλαδή στα χωριά της, όπου κατοικεί το μεγαλύτερο μέρος του αγροτοκτηνοτροφικού πληθυσμού της και σήμερα και στα παλαιότερα χρόνια, τρία στοιχεία συναντούσε και συναντά κανείς:

1. Τους Ελληνοθρακιώτες ή Ρωμιούς, που είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και μιλούν καθαρότατα ελληνικά του βόρειου ιδιώματος, στη Δυτική και τη Βόρεια Θράκη ή Ανατολική Ρωμυλία, και τους Ελληνοθρακιώτες του νότιου ιδιώματος, που κατοικούσαν στην Ανατολική Θράκη, δηλαδή από τον Έβρο μέχρι το Βόσπορο.

2. Τους Τούρκους, που είναι μετανάστες από την Ανατολή, μιλούν τουρκικά και είναι μωαμεθανοί.

3. Τους Πομάκους, που είναι μεν μωαμεθανοί στο θρήσκευμα, αλλά μιλούν τη βουλγαρική μάλλον γλώσσα, με εγκατεσπαρμένες αρχαίες ελληνικές και μερικές τουρκικές λέξεις. Αυτοί αποτελούν το θέμα της εργασίας μας αυτής, δηλαδή η φυλετική τους προέλευση και τα ήθη και έθιμα τους.

Όπως λοιπόν αποδεικνύεται από τη μορφή τους, τα πανάρχαια ήθη και έθιμα τους και την παρουσία πανάρχαιων λέξεων, βγαίνει το θετικό συμπέρασμα πως πρόκειται για αρχαία θρακικά φύλα, που στην αρχή εκσλαβίστηκαν γλωσσικά κι ύστερα με την τουρκική κατάκτηση εκτουρκίστηκαν θρησκευτικά, ώστε να αποτελούν σήμερα το μήλο της Έριδας μεταξύ των τριών γειτόνων της Βαλκανικής, δηλαδή των Τούρκων, των Ελλήνων και των Βουλγάρων, που τους έχουν στα σύνορα τους κι έχουν πάρει κάτι από τον καθένα. Από τους Τούρκους πήραν τη θρησκεία, από τους Βούλγαρους τη γλώσσα κι από τους Έλληνες… μα τι να πάρουν απ’ τους Έλληνες, αφού, σύμφωνα με τις γνώμες τόσων και τόσων λαογράφων, δικών μας και ξένων, είναι Ελληνοθρακιώτες, αρχαίοι Αγριάνες ή Ροδοπαίοι, που ονομάστηκαν «Πομάκοι» με την πάροδο του χρόνου;

Πομάκος λοιπόν σημαίνει Ελληνοθρακιώτης θρησκευτικά και εκβουλγαρισμένος γλωσσικά, κάτω από το βούρδουλα των Τούρκων και των Σλάβων και τίποτα περισσότερο. Αν υπήρχαν Πομάκοι που μιλούσαν τουρκικά, αυτοί εκτουρκίστηκαν ασφαλώς, γιατί δεν είχαν τίποτε που να τους ξεχώριζε από τους Τούρκους. Πομάκοι, όμως, που να μιλούσαν ελληνικά είναι κατά τη γνώμη μου άτοπο κι αδιανόητο, γιατί τότε δε θα ήταν παρά Έλληνες. Γλώσσα ελληνική, θρησκεία χριστιανική, τι θέλει λοιπόν η προσωνυμία του Πομάκου; Μακάρι όλοι οι Έλληνες να ήταν τέτοιοι Πομάκοι, που να είχαν μόνο το όνομα, ενώ στις φλέβες τους θα έρρεε γνήσιο ελληνοθρακιώτικο αίμα. Το όνομα θα τους εμπόδιζε να γίνουν Έλληνες αμέσως; Εκτός αν αυτοί οι ελληνόφωνοι Πομάκοι ήταν μωαμεθανικής θρησκείας, τότε μπορούσαν να ονομαστούν Έλληνες εξωμότες.

.

ΟΙ ΠΟΜΑΚΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Ο γράφων υπηρέτησε κατά τον τελευταίο πόλεμο στην περιοχή των Πομάκων της Ξάνθης και γνώρισε τους κατοίκους των χωριών Εχίνου (Σιαχίν), Μύκης, Γλαυκής, Σατρών και Κενταύρου. Ο Εχίνος δεν μπορεί να ονομαστεί χωριό· είναι πραγματική πολίχνη, με μεσαιωνικό ύφος κι ανατολίτικο πολιτισμό. Έχει στενά τουρκικά καλντερίμια, σπίτια τουρκικού τύπου, με καφασωτά παράθυρα και με το δεύτερο πάτωμα να προεξέχει και να στηρίζεται σε «κιλίβαντες» (είδος τοξοειδών ξύλινων υποστηριγμάτων), κατοικείται από ανθρώπους αρκετά πολιτισμένους και ντυμένους με καθαριότητα κι ευπρέπεια, με καλό χαρακτήρα και καλά ήθη.

Ο Εχίνος (στα τουρκικά Σιαχίν) είναι μια κωμόπολη με άγριες φυσικές καλλονές και πολύ καλό κλίμα. Βρίσκεται στις υπώρειες της Ροδόπης, σε καλό υψόμετρο, μέσα σε υψίπεδο, που περιτριγυρίζεται από κορυφογραμμές και διαρρέεται από ένα χείμαρρο με άφθονο κι ορμητικό νερό, που μέσα του κολυμπούν χήνες και πάπιες ήμερες και γυρίζουν με τα νερά του οι νερόμυλοι του χωριού. Βρίσκεται στο εικοστό τέταρτο χιλιόμετρο του ασφαλτοστρωμένου δρόμου Ξάνθης και ορεινής περιοχής και τα προϊόντα του είναι τα καπνά, και τα γίδια που βόσκουν εκεί τριγύρω, καθώς και λίγα σιτηρά, που ευδοκιμούν εκεί στο μικρό λεκανοπέδιο του χειμάρρου. Οι κάτοικοι του είναι 4.000 περίπου. Είναι οι περισσότεροι Πομάκοι, τρεις τέσσερις οικογένειες ελληνικές, δυο τρεις εστιάτορες και ταβερνιάρηδες και μια οικογένεια τσιγγάνων. Έχει ένα αρκετά καλό τζαμί, σχολείο, κοινότητα με Έλληνα γραμματέα, σημαντική στρατιωτική δύναμη και υποδιοίκηση χωροφυλακής. Αυτοί είναι οι κάτοικοι και οι Αρχές της κωμόπολης. Έχει επίσης και μια θαυμάσια εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, που έχτισε ο στρατός για να εκκλησιάζονται εκεί οι στρατιώτες και οι λιγοστοί χριστιανοί, κάτοικοι του χωριού.

Οι Πομάκοι του Εχίνου, όπως είπα και παραπάνω, είναι αρκετά ωραίοι άνθρωποι. Οι άνδρες είναι μέτριου αναστήματος, μάλλον αδύνατοι και λεπτοφυείς, αρκετά έξυπνοι κι ανεπτυγμένοι πνευματικά, ασχολούνται με το μικροεμπόριο, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έχουν λευκή επιδερμίδα και χαρακτηριστικά άριας φυλής, μάτια καστανά, μαύρα και γαλανά, πάντα όμως με φόντο λευκής επιδερμίδας και μαύρων μαλλιών. Οι γυναίκες τους είναι κι αυτές άσπρες και λεπτές, με μεγάλα μάτια, μαύρα ή και γαλανά. Οι κάτοικοι του Εχίνου είναι, κατά τη γνώμη μου, γνήσιοι Ευρωπαίοι, δεν έχουν τίποτε το ανατολίτικο ή το μογγολικό στα χαρακτηριστικά του προσώπου. Είναι πραγματικοί πρωτευουσιάνοι της περιοχής, που σε λίγο χρόνο δε θα διαφέρουν και πολύ από τους πολιτισμένους κατοίκους της Ξάνθης.

Οι κάτοικοι της Γλαύκης δε διαφέρουν και πολύ από τους Εχινιώτες, αλλά εδώ παρατηρείται κάποια κυριαρχία του ξανθού χρώματος, πράγμα που αποκορυφώνεται στη Μύκη και στους συνοικισμούς της. Στον Κένταυρο πάλι αλλάζουν τα πράγματα και κυριαρχούν πάλι οι μελαχρινοί, όμως είναι αγροίκοι και άξεστοι.

Στη Μύκη και στην περιοχή της, όπου κάθησα περισσότερο καιρό, είχα την ευκαιρία να μελετήσω τα σωματικά χαρακτηριστικά των Πομάκων της περιοχής, το γλωσσικό τους ιδίωμα, τα ήθη και τα έθιμα τους, που διατηρούνται ανέπαφα, λόγω του πρωτόγονου πολιτισμού και που θα τα περιγράψω στη συνέχεια της εργασίας μου.

Οι κάτοικοι της Μύκης και των συνοικισμών της περιοχής, που είναι ορεινή και δασωμένη και κατεξοχήν κτηνοτροφική, μ’ έβαλαν πολλές φορές σε βαθιές σκέψεις και με μετέφεραν χρονικά στα πολύ παλιά χρόνια της ιστορικής και προϊστορικής ζωής του θρακικού έθνους, θυμήθηκα τον Ηρόδοτο που γράφει: «θρηΐκων το γένος μέγιστον εστίν άνθρώποις, μετά γε Ινδών», θυμήθηκα τους τραχείς κι ηρωικούς Αγριάνες τοξότες κι ακοντιστές, τ’ αρχαία θρακικά φυλά των Οδρυσών, Βιστόνων, Κικόνων, Δίων, Δολόγκων κ.λπ., καθώς και τον Ορφέα με τους συγχρόνους του και την εποχή του, με το μυστικισμό της και τα Ορφικά τελετουργικά της Μυστήρια. Μα πώς τα σκέφτηκα όλα αυτά; Πώς τόλμησα να κάνω τέτοιες σκέψεις και τέτοιες συγκρίσεις; Άραγε μ’ έσπρωξε μονάχα η φαντασία ή υπήρχε κάποιος βαθύτερος λόγος και βαθιά αιτία να κάνω τις σκέψεις αυτές; Ασφαλώς το δεύτερο, γιατί δεν υπάρχει κανένα αποτέλεσμα χωρίς αιτία. Γιατί όμως να μην κάνω τις ίδιες σκέψεις, όταν βρισκόμουν στην Ξάνθη, στην Κομοτηνή ή και στον Εχίνο ακόμα. Στον Εχίνο είναι διάχυτος ο Ισλαμικός πολιτισμός κι η επιρροή της τουρκικής κατάκτησης, που έχουν εξαφανίσει τις βαθύτερες ρίζες της θρακικής καταγωγής των Πομάκων και τα πιο αδρά εκείνα χαρακτηριστικά, σωματικά, ψυχικά και λαογραφικά, που συνιστούν και προδίδουν τη φυλετική καταγωγή τους.

.

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Όλοι γενικά οι Πομάκοι της ελληνικής ορεινής Ροδόπης μιλούν ένα γλωσσικό ιδίωμα σλαβικό, συγγενικό με τη βουλγαρική γλώσσα, που διασώζει όμως πολλές ελληνικές λέξεις, ίσως και πολλές θρακικές κι έχει ανάμεσα κι ορισμένες τουρκικές λέξεις, πράγμα που συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες των Βαλκανίων, που ζυμώθηκαν αναγκαστικά με την τουρκική γλώσσα, μέσα σε τόσους αιώνες τουρκικής κατάκτησης.

Δεν είχα τον καιρό μήτε την ψυχική εκείνη διάθεση, ώστε να σχηματίσω ένα «γλωσσάρι» της πομακικής γλώσσας, όπου θα φαινόταν καθαρά η συγγένεια της και η επίδραση της ελληνικής, αλλά η μνήμη μου διασώζει αρκετά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

1. Το αλέτρι, το άροτρο δηλαδή της αρχαίας ελληνικής, το ονομάζουν οι Πομάκοι, τουλάχιστον της ελληνικής ορεινής Ροδόπης άραλο κι αυτό είναι ένα τρανό δείγμα ότι κάποτε μιλούσαν ελληνικά, μια και δεν κατόρθωσαν να απομάθουν την ονομασία του πιο βασικού γεωργικού εργαλείου, του περίφημου «Ησιόδειου αρότρου», που, με την πρωτόγονη ακόμα μορφή του, το χρησιμοποιούν οι σημερινοί Πομάκοι, για να οργώνουν το βουνίσιο και σκληρό χώμα τους. Άραλο, λοιπόν. Πιστεύω πως δεν είναι μεγάλη η διαφορά μεταξύ της αρχαίας ελληνικής λέξης άροτρο και της πομακικής άραλο. Σύμφωνα με τους κανόνες της γλωσσικής εξέλιξης και τα πάθη των συμφώνων, το υγρό «ρ» μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε υγρό «λ», όπως στην ίδια λέξη άροτρον > άλοτρον > αλότριον > αλότριν > αλέτριν και αλέτρι, έγινε και το Ησιόδειον άροτρον > άροτλον > άρατλον και άραλο στη σημερινή πομακική γλώσσα. Το ριζικό «αρο» του «αρό-ω > άρω» διατηρείται τελείως ανέπαφο.

2. Τη μασιά, την τσιμπίδα της νεοελληνικής, το διχαλωτό αυτό εργαλείο που πιάνουμε τα αναμμένα κάρβουνα το χειμώνα, οι βουλγαρόφωνοι τάχα Πομάκοι, οι ξενόγλωσσοι αυτοί κάτοικοι της βαλκανικής χερσονήσου το ονομάζουν «δίλαβη». Είναι αρχαιότατη λέξη, είναι αυτούσια αρχαία ελληνική, σύνθετη από τις λέξεις δύο και λαβή ή καλύτερα δις και λαβή, δηλαδή με δύο λαβές, με δύο χέρια.

Διασώζουν ακόμα οι Πομάκοι πλήθος άλλων λέξεων, ελληνικών, διάφορων μικροαντικειμένων και σκευών της καθημερινής χρήσης κι αυτή είναι η πιο μεγάλη απόδειξη της φυλετικής προέλευσης τους από τους αρχαίους ελληνόφωνους θράκες, που πολύ γρήγορα, στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου, είχαν ξεμάθει την αρχαία θρακική γλώσσα και μιλούσαν, καθώς λέγεται, ελληνικά.

Οι γλωσσολόγοι, για να βρουν τη γλωσσική συγγένεια δύο λαών, μεταχειρίζονται τη συγκριτική γλωσσολογία, συγκρίνουν δηλαδή τις λέξεις και τα ονόματα αντικειμένων του πρωτόγονου πολιτισμού κι από εκεί βγάζουν ακριβή κι ατράνταχτα συμπεράσματα. Μια λοιπόν συγκριτική έρευνα μεταξύ της πομακικής και της ελληνικής γλώσσας, όσον αφορά τα ονόματα αντικειμένων του πρωτόγονου πολιτισμού, θα αποδείξει περίτρανα μεγάλη ομοιότητα, κοινή καταγωγή και πλήρη συνταύτιση γλωσσική των δύο λαών κατά τα προχριστιανικά και μεταχριστιανικά ακόμα χρόνια. Η δίλαβη και το άραλο είναι δυο τρανά παραδείγματα που κατόρθωσε να συγκρατήσει το μνημονικό μου. Ο Υirecek στο «οδοιπορικό» του και ο κύριος Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου αναφέρουν τις λέξεις: χάρκωμα, λεπίδα, πάπλωμα, σάκκουλ, στράκινα, αργάτ, μπίβολ (βούβαλος), βλάσταρ, γκωνία, ντιάμπολ, ντρουμ (δρόμος), edro (αδρός), εγκίστρα (άγκιστρο) κ.λπ.3

Ο Μυρτίλος Αποστολίδης μνημονεύει και πολλά ρήματα, όπως, π.χ., αργάσβαμ (εργάζομαι), αρέσβαμ (αρέσκω), αρνήσβαμ (αρνιέμαι), αφορίσβαμ (αφορίζω), μπολιάσβαμ (εμβολιάζω), βουλώσβαμ (βουλώνω), βιάσαμ (βιάζομαι, σπεύδω), γανώσβαμ (γανώνω), ντέξαμ (δέχομαι), ντοκιμάσβαμ (δοκιμάζω), ζαλίσβαμ (ζαλίζω) κ.λπ.

Από τα λίγα τούτα παραδείγματα, θεωρώ πως φαίνεται καθαρά ότι οι Πομάκοι μιλούσαν στην αρχή ελληνικά κι αργότερα, με την κάθοδο διάφορων σλαβικών φύλων, ξέμαθαν τα ελληνικά και μίλησαν τα βουλγαρικά. Ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου γράφει:4 «Ο γλωσσικός εκβουλγαρισμός των Πομάκων αρχίζει από το 1344 μ.Χ., με την κατάληψη της Φιλιππούπολης και της Στενημάχου, με τη Συνθήκη Ανδρόνικου του νεότερου και Τσάρου Αλεξάνδρου. Στην περιοχή αυτή έμειναν οι Βούλγαροι ενάμιση αιώνα, που ήταν αρκετός για να εκβουλγαρίσουν τους θρακοέλληνες αυτούς. Έτσι εκβουλγά-ρισαν και τους Παυλικιανούς της επαρχίας Φιλιππούπολης, που έχασαν τη γλώσσα τους και εξέμαθαν τη βουλγαρική, αν και μισούν και περιφρονούν τους Βούλγαρους».

Η γλώσσα όμως ποτέ δεν είναι απόδειξη της φυλετικής καταγωγής ενός λαού. Η γλώσσα είναι μια φορεσιά εξωτερική ενός λαού, που μπορεί συχνά ν’ αλλάζει μέσα στο κύλισμα του χρόνου. Εκείνο που αποτελεί απόδειξη θετική κι αναντίρρητη για την καταγωγή ενός λαού είναι οι παραδόσεις του, η ονομασία του, τα ήθη και τα έθιμα του και προπαντός το βαθιά ριζωμένο εθνικό και φυλετικό του αίσθημα, που καμιά εξωτερική κι επιφανειακή αλλαγή δεν μπορεί να το σκεπάσει και να το ξεριζώσει.

Η θρησκεία που ασπάζονται όλοι σχεδόν οι Πομάκοι της Βαλκανικής, μαζί με τους Πομάκους της ορεινής Ροδόπης, είναι η Ισλαμική. Είναι ολοφάνερο πως οι ειδωλολάτρες στην αρχή και χριστιανοί αργότερα Ελληνοθρακιώτες αγρότες και κτηνοτρόφοι των ορεινών περιοχών της Ροδόπης και της σημερινής Βουλγαρίας, είτε με τη βία είτε θεληματικά τους, προσήλθαν ομαδικά στο μωαμεθανισμό κι αλλαξοπίστησαν. Ίσως μερικά χωριά, απ’ αυτά που δεν είχαν ακόμα εκσλαβιστεί ή εκβουλγαριστεί γλωσσικά και μιλούσαν ακόμα την ελληνική γλώσσα, ν’ αλλαξοπίστησαν τότε, μαζί με τους άλλους ελληνοθρακιώτικους ορεινούς πληθυσμούς, κι απέκτησαν κι αυτοί τότε το όνομα του Πομάκου, μαζί με τους βουλγαρόφωνους συμπατριώτες τους. Ίσως να είναι αυτοί οι ελληνόφωνοι που αναφέρει ο Κ. Κουρτίδης με το όνομα των Γραβανίτηδων και Μάρηδων της περιοχής του Ερυθροπόταμου και που δεν υπάρχουν σήμερα, γιατί πιθανότατα μετανάστευσαν στην Τουρκία, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οπότε σαν βάση θεωρήθηκε η θρησκεία. Πάντως όλοι οι Πομάκοι είναι αρνησίθρησκοι κι εξωμότες χριστιανοί Ελληνοθρακιώτες, που είχαν αλλάξει προηγουμένως τη γλώσσα τους.

Πότε ακριβώς έγινε η ομαδική αυτή προσέλευση των Πομάκων, των μέχρι τότε Ελληνοθρακιωτών, που είχαν αρχίσει να μιλούν βουλγαρικά στη μωαμεθανική θρησκεία; Στο ζήτημα αυτό οι πηγές που έχουμε δε συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους. Τα νεοτέρα βουλγαρικά ιστορικά σημειώματα αναφέρουν ότι ο εξισλαμισμός του Ντοσπάτ, Τσέπινο, Κρούσνικ και Κότσανο έγινε στην εποχή του Σουλτάν Σελίμ Α’ (1512-1520). Ο Ζαχάριεφ, δίχως να μνημονεύει πηγή, χρονολογεί τον εξισλαμισμό των Πομάκων της Ροδόπης στην εποχή του Σουλτάν Βαγιαζήτ, γύρω στα 1495. Κατά τον Σλαβεΐκωφ, ο εξισλαμισμός αυτός έγινε κατά καιρούς. Οι ίδιοι οι Πομάκοι έχουν σκοτεινές και συγκεχυμένες αντιλήψεις πάνω στο ζήτημα αυτό. Από αυτά γίνεται φανερό πως ο εξισλαμισμός της Ροδόπης άρχισε μετά την τουρκική κατάκτηση και κυριαρχία πάνω στους λαούς της Βαλκανικής και, κυρίως, στην εποχή του Σουλτάν Βαγιαζήτ Β’ και του Σελίμ Α’, όταν κατέλαβαν οι Τούρκοι την περίφημη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της θεσσαλονίκης και τη μητρόπολη του Αγίου Γεωργίου της Σόφιας και ο Σελίμ Α’ σκέφτηκε να εξισλαμίσει ή να εξοντώσει όλους τους ραγιάδες.

Από τη μικρή αυτή ιστορική ανασκόπηση βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι Πομάκοι είναι εκβουλγαρισμένοι γλωσσικά και εκτουρκισμένοι θρησκευτικά Ελληνοθρακιώτες της Δυτικής και Βόρειας Θράκης, καθώς και της Ανατολικής Μακεδονίας, που σύμφωνα με τους παλιούς γεωγράφους βρίσκονται μέσα στα όρια της αρχαίας Θράκης, μέσα, δηλαδή, στο ζωτικό χώρο των αρχαίων θρακικών φύλων.

Νομίζω πως δεν πρέπει να κλείσουμε το σημαντικό αυτό κεφάλαιο της γλωσσικής και θρησκευτικής μεταλλαγής των θρακικών φύλων, ώστε να καταντήσουν ένα παρδαλό συνονθύλευμα λαών, χωρίς να δικαιολογήσουμε μια τέτοια σημαντική και πρωτόφαντη διαφοροποίηση, που δίνει στους Βούλγαρους και στους εχθρούς της Ελλάδας ισχυρά φαινομενικώς επιχειρήματα, ώστε να ισχυρίζονται ότι η Θράκη δεν είναι ελληνική και ότι οι Πομάκοι είναι Σλάβοι εκτουρκισμένοι θρησκευτικά και όχι αρχαία θρακικά φύλα.

Συνήθως οι ορεινοί πληθυσμοί, καθώς είναι απομονωμένοι από τα μεγάλα αστικά κέντρα, μακριά από τον πολιτισμό, χωρίς πνευματικούς ηγέτες, χωρίς σχολεία, χωρίς καλλιεργημένη εθνική συνείδηση, γίνονται εύκολα θύματα της αντίπαλης προπαγάνδας, όταν αυτή τύχει να αναπτύξει ισχυρή και συνεχή δραστηριότητα και δεν μπορούν εύκολα να αντισταθούν στα μέτρα βίας των διάφορων κυριάρχων και κατακτητών τους. Αυτό φαίνεται πως συνέβη με τους ορεινούς πληθυσμούς της Ροδόπης και της Βόρειας Μακεδονίας, που κι αυτοί άλλαξαν τη γλώσσα τους κι είναι σήμερα σλαβόφωνοι.

Το βυζαντινό κράτος πολύ νωρίς άρχισε να χάνει τη δύναμη του και καθώς είχε εμπλακεί σε συνεχείς πολέμους με ένα σωρό εχθρούς, δεν κατόρθωσε να αναπτύξει πολιτιστική και μορφωτική δράση στις ορεινές κι απομακρυσμένες περιοχές, γεγονός που επωφελήθηκαν οι Βούλγαροι, που είναι μαέστροι σ’ αυτό το είδος της προπαγάνδας, και κατόρθωσαν να εκσλαβίσουν γλωσσικά τους Ελληνοθρακιώτες αυτούς, τους σημερινούς Πομάκους. Κατόπιν ήρθε η τουρκική βία και το τουρκικό γιαταγάνι να συμπληρώσει το έργο των Βουλγάρων και να κάνει μωαμεθανούς τους αγροίκους κι απολίτιστους αυτούς ανθρώπους. Φταίει, βέβαια, κι η έλλειψη πολιτισμού και μόρφωσης, το κατώτατο πολιτιστικό σκαλοπάτι στο οποίο βρίσκονταν οι άνθρωποι αυτοί, που είναι η κυριότερη αιτία για να πιάσει η ξένη προπαγάνδα. Η αγραμματοσύνη και η αμορφωσιά είναι οι κυριότερες αιτίες του ξεπεσμού και της εξαφάνισης ενός λαού.

.

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΠΟΜΑΚΩΝ

Τα αρχαία, όμως, αυτά θρακικά φύλα, οι σημερινοί Πομάκοι, δεν ήταν στα παλαιά, προχριστιανικά χρόνια απολίτιστοι, αγράμματοι και ξεπεσμένοι, χωρίς εθνική συνείδηση και πνευματικά βάθρα, όπως είναι σήμερα. Αντίθετα, όπως κι οι Βορειομακεδόνες, οι σημερινοί σλαβόφωνοι, ήταν κάποτε ένας ακμαίος πνευματικά και πολιτιστικά λαός, με νόμους και με ήθη, με θρησκεία ανώτερη και με έθιμα δικά του, χαρακτηριστικά ενός παλαιού μεν αλλά ισχυρού πολιτισμού. Οι Παίονες, οι Βησσοί, οι Βίστονες, οι Κίκονες, οι Δίοι, οι Άβαντες, οι Αγριάνες, οι Δόλογκοι είναι αρχαία θρακικά φύλα, που ζούσαν στην περιοχή αυτή, μεταξύ Στρυμόνα και Έβρου και στις πλαγιές της ορεινής Ροδόπης κι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Αργότερα, πολλά από τα αρχαία αυτά θρακικά φύλα, όσα κατοικούσαν σε πεδινές και με καλή συγκοινωνία περιοχές, διατήρησαν τον πολιτισμό τους και την εθνική τους συνείδηση, τη γλώσσα την ελληνική και τη χριστιανική θρησκεία κι έγιναν το στήριγμα και το καμάρι του Βυζαντίου, γιατί απ’ αυτή την περιοχή στρατολογούνταν οι καλύτερες πνευματικές και ηθικές δυνάμεις του έθνους, γιατί οι θράκες κατοικούσαν στο κέντρο του βυζαντινού κράτους, κοντά στη Βασιλεύουσα, κι ήταν φυσικό από αυτούς κυρίως να ανανεώνεται κάθε τόσο το αίμα της στρατιωτικής, διοικητικής και πνευματικής ηγεσίας και αριστοκρατίας της Κωνσταντινούπολης.

Μερικά, ωστόσο, φύλα, που απέμειναν ξεμοναχιασμένα μες στο πηχτό σκοτάδι της αμορφωσιάς και της βουνίσιας ζωής, ήταν φυσικό, όπως αναφέραμε και παραπάνω, να χάσουν την παλιά τους πνευματική και ηθική ρώμη και να γίνουν θύματα του πρώτου τυχόντος προπαγανδιστή.

Στη Μύκη, όπου έτυχε να ζήσω τρεις μήνες περίπου, είχα τον καιρό να γνωρίσω τα ήθη και τα έθιμα, τη φορεσιά, την κατοικία κι άλλα μερικά στοιχεία του λαογραφικού πλούτου του λαο των Πομάκων, που θα αναφέρω παρακάτω:

1. ΚΑΤΟΙΚΙΑ: Χαρακτηριστικό γνώρισμα των σπιτιών σ’ όλα τα χωριά της ορεινής Ροδόπης είναι τα δυο πατώματα. Όλα τα πομακικά σπίτια αποτελούνται από δυο πατώματα. Τα υλικά της κατασκευής είναι πέτρα, πλίνθοι και ξύλα. Το πρώτο πάτωμα κατασκευάζεται όλο με πέτρα και χρησιμεύει σαν αχυρώνας ή σαν αποθήκη, με αυλή δίπλα για διάφορες δουλειές του σπιτιού και πάνω είναι το δεύτερο πάτωμα, που γίνεται με πλίνθους και ξύλα και χρησιμεύει για κατοικία, όπου οδηγεί εξωτερική σκάλα, ξύλινη. Πολύ συνηθίζονται οι πρωτόγονες κάπως βεράντες, είδος χαγιατιού της Ν. Ελλάδας, που σχηματίζονται σε κάποια εσοχή του δεύτερου πατώματος κι όπου απλώνονται τα καπνά και τα καλαμπόκια για στέγνωμα. Το εσωτερικό του δεύτερου πατώματος αποτελείται από μια σάλα και δυο τρία δωμάτια, με ντουλάπες εντοιχισμένες και με τζάκι. Συνηθίζονται, επίσης, και τα καφασωτά παράθυρα, για να μη φαίνονται οι χανούμισσες και τα χανουμάκια.

2. ΦΟΡΕΣΙΑ: Οι άνδρες στη Μύκη, που διατηρεί πιο γνήσια λαογραφικά στοιχεία, ντύνονται με δικά τους μάλλινα ρούχα, που υφαίνουν στον αργαλειό οι γυναίκες, χρώματος καφέ. Πουκάμισο φαντό, γιλέκο με κόπιτσες, πουτούρι με ζωνάρι κόκκινο, λαστιχένια παπούτσια από τα πολύ φθηνά, που, ασφαλώς, αντικατέστησαν τα τσαρούχια, κι ένα σκούφο στο κεφάλι, που δε μοιάζει μήτε για φέσι μήτε για καπέλο. Η φορεσιά αυτή έχει καταφάνερη την τουρκική επίδραση, αλλά δε μοιάζει τελείως με τη φορεσιά των Τούρκων σ’ όλες τις λεπτομέρειες. Η έλλειψη του φεσιού κι ορισμένες ομοιότητες με την ντόπια ελληνοθρακιώτικη φορεσιά, δείχνει και κάποια παλαιότερη βυζαντινή επίδραση.

Οι γυναίκες ντύνονται σαν τις χανούμισσες, με βράκες πολύχρωμες, στις οποίες κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα, αλλά δεν πολυσυνηθίζουν τη μαύρη κελεμπία (χιτώνα) και το μαύρο φερετζέ, που είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Τουρκάλας χανούμισσας.

.

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΟΥΡΜΠΑΝ

Το έθιμο αυτό έτυχε να το παρακολουθήσω ο ίδιος, προσκαλεσμένος από τις Αρχές των Πομάκων της περιοχής, πάνω σε ένα χωριό βουνίσιο, τον Κένταυρο, χωμένο μέσα στο πράσινο της Ροδόπης. Μαζί με τον Ενωμοτάρχη και τον Αγροφύλακα και μερικούς οπλίτες των ΤΕΑ, γιατί τότε υπήρχε ακόμα φόβος από μεμονωμένους αντάρτες, ξεκινήσαμε πρωί πρωί από τη Μύκη για τον Κένταυρο, ακολουθώντας ένα ανηφορικό μονοπάτι. Ύστερα από αρκετές στάσεις κι ανεβοκατεβάσματα του δρόμου, μέσα από λαγκαδιές και ρεματιές, φτάσαμε στο χωριό, όπου οι Πομάκοι μας υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Εν τω μεταξύ, απ’ όλα τα γύρω χωριά και τους οικισμούς της περιοχής, καθώς κι από το χωριό μας -ας πούμε έτσι τη Μύκη- είχαν ξεκινήσει, μπουλούκια-μπουλούκια, οι εορταστές, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, για να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, γιατί κάποια μεγάλη γιορτή της θρησκείας τους, του Ισλάμ, γιόρταζαν και για να απολαύσουν, συγχρόνως, τα νόστιμα φαγητά του Κουρμπάν, δηλαδή της θυσίας.

Καθώς φτάσαμε σε μια ψηλή, ξάγναντη κορφή κι αντίκρισα το θέαμα του λαού που συγκεντρωνόταν στο ίδιο χωριό απ’ όλες τις κατευθύνσεις, γέμισα από χαρά, αισθητική χαρά, και πρωτόφαντο ενθουσιασμό. Ήταν απαράμιλλο το θέαμα. Πίσω από τις πλαγιές και τους λόφους, ανάμεσα στα καταπράσινα δέντρα και τις χλοϊσμένες τούφες των θάμνων, πάνω στα φιδωτά μονοπάτια του βουνού, ξεπρόβαλλαν κάθε τόσο πολύχρωμα ζωντανά μπουκέτα από καλοντυμένους Πομάκους, άνδρες και γυναίκες, κόκκινα, γαλάζια και πράσινα μπουκέτα του βουνού. Πρώτη μου φορά αντίκριζα ένα παρόμοιο θέαμα. Ίσως να συνετέλεσε το ανοιξιάτικο τοπίο, ο καθαρός και ζωογόνος αέρας του βουνού, το καταπράσινο περιβάλλον, οι ευωδιές και τα χαμόγελα της άνοιξης, με τα άσπρα περιστέρια, που φτερούγιζαν κι αυτά χαρούμενα κι εορταστικά τριγύρω μας. Δεν ξέρω τι ακριβώς, πάντως το θέαμα αυτό θα μου μείνει αξέχαστο.

Οι φιλόξενες Αρχές του χωριού που γιόρταζε, δηλαδή ο Πρόεδρος, ο Χότζας κι ο αρχηγός των ΤΕΑ, μας οδήγησαν στον τόπο της πρώτης θυσίας του Κουρμπάν. Ήταν ένα ειδυλλιακό μέρος, ένα ίσιωμα περιτριγυρισμένο από πράσινα δέντρα, όπου είχαν θυσιαστεί τα ιερά ζώα, ένα δυο βόδια και μοσχάρια, μεγάλα ζωντανά, δηλαδή. Μερικά τομάρια και ξερά αίματα πρόδιδαν την αιματηρή θυσία, τον τόπο όπου έγινε η τελετουργική πράξη, γιατί πρόκειται για θρησκευτική εκδήλωση, για λατρευτική τελετή. Οι ρίζες του Κουρμπάν δεν είναι καθόλου μικρές κι άβαθες. Απλώνονται βαθιά μέσα στο χρόνο και στον τόπο και καλύπτουν μεγάλο χώρο μέσα στην ιστορία του ανθρώπου, χώρο θρησκευτικό, χώρο που έχει άμεση σχέση με το έμφυτο και βαθιά ριζωμένο μέσα στην ανθρώπινη ψυχή αίσθημα του θρησκεύειν. Η θυσία γίνεται για εξιλασμό και για παράκληση, για λύτρωση ψυχική και κάθαρση του θυσιάζοντας ατόμου ή συνόλου ή, ακόμα, για την επιτυχία και την πραγματοποίηση κάποιου βαθύτερου πόθου και επιθυμίας του, δηλαδή για εξευμενισμό, με λίγα λόγια, του θείου.

Σε μια ίσια σειρά είχαν σκαφτεί καμιά δεκαριά λάκκοι κι ανάφτηκαν φωτιές, δυνατές φωτιές από ξύλα του βουνού και πάνω τους σιγόβραζαν ισάριθμα καζάνια, ικανά να χορτάσουν δέκα λόχους. Τα καζάνια τα ανακάτευαν ειδικοί μάγειροι της γιορτής, με πελώριες ξύλινες κουτάλες. Σκύβοντας λίγο, είδα μέσα στα καζάνια το περιεχόμενο, που για τους Πομάκους ήταν ίσως ιδεώδης τροφή, για μένα όμως όχι και πολύ ευχάριστη. Έβραζαν ένα είδος σούπας, από κρέας βοδινό, όπως είπα, και μπουλουγούρι, δηλαδή σιτάρι σπασμένο. Γρήγορα απομακρυνθήκαμε από τον τόπο της θυσίας και της ετοιμασίας του φαγοποτιού και μπήκαμε μέσα στο χωριό, όπου μας οδήγησαν σ’ ένα καλό σπίτι, μας έστρωσαν τραπέζι με εκλεκτούς μεζέδες, το πιο εκλεκτό και διαλεγμένο μερίδιο των σφαχτών, ψημένους και τηγανητούς, κατά την επιθυμία μας, κι εκεί φάγαμε κι εμείς κι ευχηθήκαμε μαζί με τους Πομάκους, σύμφωνα με το έθιμο, που σαν φιλοξενούμενοι τους έπρεπε να σεβαστούμε, θυσιάζοντας και στον αρχαίο θεό, τον Βάκχο, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κι αυτός στη Θράκη γεννήθηκε και γαλουχήθηκε.

Εκεί, πάνω στο φαΐ και στο πιοτό, που ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων και λύνει τη γλώσσα τους, άκουσα με τα ίδια τα αφτιά μου, από τους πιο μορφωμένους Πομάκους του χωριού, ότι πιστεύουν, γιατί έτσι το ‘χαν ακουστά από το στόμα των προγόνων τους, πως παλαιότερα ήταν χριστιανοί κι ακόμα παλαιότερα οπαδοί και σύμμαχοι του Μ. Αλεξάνδρου στις εκστρατείες του. Μας είπαν επίσης ότι μισούν κι απεχθάνονται καθετί το βουλγαρικό και πως τους Έλληνες τους νιώθουν και τους αισθάνονται σαν αδέλφια τους, γιατί ζουν ελεύθεροι, χωρίς βία, κάτω από την ελληνική διοίκηση. Πραγματικά οι άνθρωποι αυτοί έλεγαν την αλήθεια. Η θρησκεία είναι εκείνη που τους κρατά κάπως δεμένους ψυχικά με τους Τούρκους και τους μουσουλμάνους που, κατά τη γνώμη μας, με τους Χοτζάδες και κάποιους μορφωμένους φανατικούς Πομάκους κρατούν το λαό κοντά τους και τον καθοδηγούν στις εκλογές και σε άλλες πολιτικές και γενικές ενέργειες. Αυτή είναι προσωπική μου γνώμη και διαπίστωση.

Ωστόσο, θαρρώ πως με τα ελληνικά σχολεία, τη σχετική ειρηνική και πολιτισμένη διαπαιδαγώγηση, με μια εκστρατεία ήρεμη, ήπια και ειρηνική των μορφωμένων στοιχείων της Δυτικής Θράκης, ειδικά, και της λοιπής Ελλάδας, γενικότερα, θα μπορέσουμε τους Πομάκους να τους κερδίσουμε και να τους απομακρύνουμε από αυτή τη διοικητική και πολιτική επιρροή του τουρκικού Προξενείου της Κομοτηνής και των Τούρκων της Ροδόπης. Το έδαφος είναι πρόσφορο.

.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η λαογραφική μου αυτή μελέτη γράφτηκε πριν από τριάντα περίπου χρόνια, μετά τον καταραμένο εμφύλιο πόλεμο κι είναι φυσικό να έχει ορισμένες γραμμές ή σελίδες που φαίνονται λίγο αναχρονιστικές κι έξω από την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα.

Είναι αλήθεια πως, πολύ συχνά, στα τελευταία κυρίως χρόνια, βλέπουμε στις στήλες των ελληνικών εφημερίδων να φιγουράρουν ανεπίσημα το παραπάνω αλλά κι επίσημα, πολλές φορές, ξεκινώντας από το στόμα εκπροσώπων των κυβερνήσεων της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας, διάφορες απόψεις, κρίσεις και απαιτήσεις απαράδεκτες. Τα Σκόπια κι η Άγκυρα αμφισβητούν την ελληνικότητα τμήματος της Μακεδονίας μας και της Θράκης μας, γιατί, λέει, κατοικούνται από Σέρβους η πρώτη κι από Τούρκους η δεύτερη.

Αυτά που λένε τα Σκόπια τα αφήνω κατά μέρος, γιατί δεν έχουν θέση στον παρόντα Επίλογο για τις απαιτήσεις όμως της Τουρκίας, έχω να πω τα εξής: οι φερόμενοι σαν Τούρκοι κάτοικοι του νομού Ροδόπης και Ξάνθης δεν είναι Τούρκοι αλλά μωαμεθανοί, με ελληνοθρακιώτικη φυλετική καταγωγή και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να διαμφισβητεί την προέλευση τους.

Όπως φαίνεται κι από την παρούσα εργασία μου, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μήτε Τούρκοι μήτε Βούλγαροι, παρά καθαροί Έλληνες και λίγοι Πομάκοι, που εκσλαβίστηκαν γλωσσικά κι εκτουρκίστηκαν θρησκευτικά κι αγαπούν την Ελλάδα.

(Την παραπάνω μελέτη μου την άρχισα το 1954 και την τελείωσα το Μάιο του 1958. Ο επίλογος γράφτηκε το Μάιο του 1989.)

1. Κ. Άμαντου: Οι βόρειοι γείτονες της Ελλάδος, σελ. 44

2.Κ. Κουρτίδης : «Ιστορία της Θράκης », τόμ.Α’,1932,Αθήναι,σέλ. 21.

3.Αρχείο Θρακικού Θησαυρού, τ.Η’,σ.102

4 Π. Παπαχριστοδούλου: Οι Πομάκοι και ο δίκαιος αγώνας τους ν’Απαλλαγούν από το Δυσβάσταχτο Βουλγαρικό Ζυγό , Αθήνα,1948,σ.13.

Πηγή:

ΟΙ ΠΟΜΑΚΟΙ ΤΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ